EL.png ταξιδεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ταξιδεύω
  • ταξιδεύεις
  • ταξιδεύει
  • ταξιδεύουμε
  • ταξιδεύετε
  • ταξιδεύουν

Υποτακτική

  • νά ταξιδεύω
  • νά ταξιδεύεις
  • νά ταξιδεύει
  • νά ταξιδεύουμε
  • νά ταξιδεύετε
  • νά ταξιδεύουν
 

Προστακτική

  • ταξίδευε
  • ταξιδεύετε

Μετοχή

  • ταξιδεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ταξίδευα
  • ταξίδευες
  • ταξίδευε
  • ταξιδεύαμε
  • ταξιδεύατε
  • ταξίδευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ταξιδεύω
  • θά ταξιδεύεις
  • θά ταξιδεύει
  • θά ταξιδεύουμε
  • θά ταξιδεύετε
  • θά ταξιδεύουν

Στιγμιαίος

  • θά ταξιδεύσω
  • θά ταξιδεύσεις
  • θά ταξιδεύσει
  • θά ταξιδεύσουμε
  • θά ταξιδεύσετε
  • θά ταξιδεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ταξίδευσα
  • ταξίδευσες
  • ταξίδευσε
  • ταξιδεύσαμε
  • ταξιδεύσατε
  • ταξίδευσαν

Υποτακτική

  • νά ταξιδεύσω
  • νά ταξιδεύσεις
  • νά ταξιδεύσει
  • νά ταξιδεύσουμε
  • νά ταξιδεύσετε
  • νά ταξιδεύσουν
 

Προστακτική

  • ταξίδευσε
  • ταξιδεύστε

Απαρέμφατο

  • ταξιδεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ταξιδεύσει
  • έχεις ταξιδεύσει
  • έχει ταξιδεύσει
  • έχουμε ταξιδεύσει
  • έχετε ταξιδεύσει
  • έχουν ταξιδεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω ταξιδεύσει
  • νά έχεις ταξιδεύσει
  • νά έχει ταξιδεύσει
  • νά έχουμε ταξιδεύσει
  • νά έχετε ταξιδεύσει
  • νά έχουν ταξιδεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ταξιδεύσει
  • είχες ταξιδεύσει
  • είχε ταξιδεύσει
  • είχαμε ταξιδεύσει
  • είχατε ταξιδεύσει
  • είχαν ταξιδεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ταξιδεύσει
  • θά έχεις ταξιδεύσει
  • θά έχει ταξιδεύσει
  • θά έχουμε ταξιδεύσει
  • θά έχετε ταξιδεύσει
  • θά έχουν ταξιδεύσει