ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σαλπίζω
- σαλπίζεις
- σαλπίζει
- σαλπίζουμε
- σαλπίζετε
- σαλπίζουν
Υποτακτική
- νά σαλπίζω
- νά σαλπίζεις
- νά σαλπίζει
- νά σαλπίζουμε
- νά σαλπίζετε
- νά σαλπίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- σάλπιζα
- σάλπιζες
- σάλπιζε
- σαλπίζαμε
- σαλπίζατε
- σάλπιζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά σαλπίζω
- θά σαλπίζεις
- θά σαλπίζει
- θά σαλπίζουμε
- θά σαλπίζετε
- θά σαλπίζουν
Στιγμιαίος
- θά σαλπίσω
- θά σαλπίσεις
- θά σαλπίσει
- θά σαλπίσουμε
- θά σαλπίσετε
- θά σαλπίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- σάλπισα
- σάλπισες
- σάλπισε
- σαλπίσαμε
- σαλπίσατε
- σάλπισαν
Υποτακτική
- νά σαλπίσω
- νά σαλπίσεις
- νά σαλπίσει
- νά σαλπίσουμε
- νά σαλπίσετε
- νά σαλπίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω σαλπίσει
- έχεις σαλπίσει
- έχει σαλπίσει
- έχουμε σαλπίσει
- έχετε σαλπίσει
- έχουν σαλπίσει
Υποτακτική
- νά έχω σαλπίσει
- νά έχεις σαλπίσει
- νά έχει σαλπίσει
- νά έχουμε σαλπίσει
- νά έχετε σαλπίσει
- νά έχουν σαλπίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα σαλπίσει
- είχες σαλπίσει
- είχε σαλπίσει
- είχαμε σαλπίσει
- είχατε σαλπίσει
- είχαν σαλπίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω σαλπίσει
- θά έχεις σαλπίσει
- θά έχει σαλπίσει
- θά έχουμε σαλπίσει
- θά έχετε σαλπίσει
- θά έχουν σαλπίσει