ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- πετώ
- πετάς
- πετά
- πετούμε-(άμε)
- πετάτε
- πετ(ούν)-(άν)-(άνε)
Υποτακτική
- νά πετώ
- νά πετάς
- νά πετά
- νά πετούμε-(άμε)
- νά πετάτε
- νά πετ(ούν)-(άν)-(άνε)
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- πετούσα
- πετούσες
- πετούσε
- πετούσαμε
- πετούσατε
- πετούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά πετώ
- θά πετάς
- θά πετά
- θά πετούμε-(άμε)
- θά πετάτε
- θά πετ(ούν)-(άν)-(άνε)
Στιγμιαίος
- θά πετώ
- θά πετάς
- θά πετά
- θά πετούμε
- θά πετάτε
- θά πετούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- πέταξα
- πέταξες
- πέταξε
- πετάξαμε
- πετάξατε
- πέταξαν
Υποτακτική
- νά πετώ
- νά πετείς
- νά πετεί
- νά πετούμε
- νά πετείτε
- νά πετούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω πετάξει
- έχεις πετάξει
- έχει πετάξει
- έχουμε πετάξει
- έχετε πετάξει
- έχουν πετάξει
Υποτακτική
- νά έχω πετάξει
- νά έχεις πετάξει
- νά έχει πετάξει
- νά έχουμε πετάξει
- νά έχετε πετάξει
- νά έχουν πετάξει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα πετάξει
- είχες πετάξει
- είχε πετάξει
- είχαμε πετάξει
- είχατε πετάξει
- είχαν πετάξει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω πετάξει
- θά έχεις πετάξει
- θά έχει πετάξει
- θά έχουμε πετάξει
- θά έχετε πετάξει
- θά έχουν πετάξει