ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- επίσταμαι
- επίστ-ασαι
- επίστ-αται
- επιστ-άμεθα
- επίστ-ασθε
- επίστ-ανται
Υποτακτική
- επιστ-ώμαι
- επιστ-ή
- επιστ-ήται
- επιστ-ώμεθα
- επιστ-ήσθε
- επιστ-ώνται
Ευκτική
- επιστ-αίμην
- επιστ-αίο
- επιστ-αίτο
- επιστ-άσθων(-άσθωσαν)
- επιστ-αίσθε
- επιστ-αίντο
Προστακτική
- επίστ-ασο
- επιστ-άσθω
- επίστ-ασθε
-
-
-
Μετοχή
- επιστ-άμενος
- επιστ-αμένη
- επιστ-άμενον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-πιστ-άμην
- η-πίστ-ασο
- η-πίστ-ατο
- η-πιστ-άμεθα
- η-πίστ-ασθε
- η-πίστ-αντο
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- η-πιστή-θην
- η-πιστή-θης
- η-πιστή-θη
- η-πιστή-θημεν
- η-πιστή-θητε
- η-πιστή-θησαν
Υποτακτική
- ε-πιστη-θώ
- ε-πιστη-θής
- ε-πιστη-θή
- ε-πιστη-θώμεν
- ε-πιστη-θήτε
- ε-πιστη-θώσι(ν)
Ευκτική
- ε-πιστη-θείην
- ε-πιστη-θείης
- ε-πιστη-θείη
- ε-πιστη-θείμεν
- ε-πιστη-θείτε
- ε-πιστη-θείεν
Προστακτική
- ε-πιστή-θητι
- ε-πιστη-θήτω
- ε-πιστη-θέντων
-
-
-
Μετοχή
- ε-πιστη-θείς
- ε-πιστη-θείσα
- ε-πιστη-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- επίσταμαι
- επίστ-ασαι
- επίστ-αται
- επιστ-άμεθα
- επίστ-ασθε
- επίστ-ανται
Υποτακτική
- επίστ-ωμαι
- επίστ-η
- επίστ-ηται
- επιστ-ώμεθα
- επίστ-ησθε
- επίστ-ωνται
Ευκτική
- επιστ-αίμην
- επιστ-αίο
- επιστ-αίτο
- επιστ-αίμεθα
- επιστ-αίσθε
- επιστ-αίντο
Προστακτική
- επίστ-ασο
- επιστ-άσθω
- επιστ-άσθων(-άσθωσαν)
-
-
-
Μετοχή
- επιστ-άμενος
- επιστ-αμένη
- επιστ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- η-πιστ-άμην
- η-πίστ-ασο
- η-πίστ-ατο
- η-πιστ-άμεθα
- η-πίστ-ασθε
- η-πίστ-ασθε
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ