ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ακούω
- ακούς
- ακούει
- ακούμε
- ακούτε
- ακ(ούν)-(άν)-(άνε)
Υποτακτική
- νά ακούω
- νά ακούς
- νά ακούει
- νά ακούμε
- νά ακούτε
- νά ακ(ούν)-(oύν)-(oύνε)
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- άκουγα
- άκουγες
- άκουγε
- ακούγαμε
- ακούγατε
- άκουγαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ακούω
- θά ακούς
- θά ακούει
- θά ακούμε
- θά ακούτε
- θά ακ(ούν)-(άν)-(άνε)
Στιγμιαίος
- θά ακούσω
- θά ακούσεις
- θά ακούσει
- θά ακούσουμε
- θά ακούσετε
- θά ακούσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- άκουσα
- άκουσες
- άκουσε
- ακούσαμε
- ακούσατε
- άκουσαν
Υποτακτική
- νά ακούσω
- νά ακούσεις
- νά ακούσει
- νά ακούσουμε
- νά ακούσετε
- νά ακούσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ακούσει
- έχεις ακούσει
- έχει ακούσει
- έχουμε ακούσει
- έχετε ακούσει
- έχουν ακούσει
Υποτακτική
- νά έχω ακούσει
- νά έχεις ακούσει
- νά έχει ακούσει
- νά έχουμε ακούσει
- νά έχετε ακούσει
- νά έχουν ακούσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ακούσει
- είχες ακούσει
- είχε ακούσει
- είχαμε ακούσει
- είχατε ακούσει
- είχαν ακούσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ακούσει
- θά έχεις ακούσει
- θά έχει ακούσει
- θά έχουμε ακούσει
- θά έχετε ακούσει
- θά έχουν ακούσει