OG.png λογίζομαι

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λογίζομαι
  • λογίζ-ει
  • λογίζ-εται
  • λογιζ-όμεθα
  • λογίζ-εσθε
  • λογίζ-ονται

Υποτακτική

  • λογίζ-ωμαι
  • λογίζ-η
  • λογίζ-ηται
  • λογιζ-ώμεθα
  • λογίζ-ησθε
  • λογίζ-ωνται
 

Ευκτική

  • λογιζ-οίμην
  • λογίζ-οιο
  • λογίζ-οιτο
  • λογιζ-έσθων(-έσθωσαν)
  • λογίζ-οισθε
  • λογίζ-οιντο

Προστακτική

  • λογίζ-ου
  • λογιζ-έσθω
  • λογίζ-εσθε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • λογίζ-εσθαι

Μετοχή

  • λογιζ-όμενος
  • λογιζ-ομένη
  • λογιζ-όμενον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-λογιζ-όμην
  • ε-λογίζ-ου
  • ε-λογίζ-ετο
  • ε-λογιζ-όμεθα
  • ε-λογίζ-εσθε
  • ε-λογίζ-οντο

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • λογισ-θησοίμην
  • λογισ-θήσοιο
  • λογισ-θήσοιτο
  • λογισ-θησοίμεθα
  • λογισ-θήσοισθε
  • λογισ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • λογισ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • λογισ-θησόμενος
  • λογισ-θησομένη
  • λογισ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-λογίσ-θην
  • ε-λογίσ-θης
  • ε-λογίσ-θη
  • ε-λογίσ-θημεν
  • ε-λογίσ-θητε
  • ε-λογίσ-θησαν

Υποτακτική

  • λογισ-θώ
  • λογισ-θής
  • λογισ-θή
  • λογισ-θώμεν
  • λογισ-θήτε
  • λογισ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • λογισ-θείην
  • λογισ-θείης
  • λογισ-θείη
  • λογισ-θείμεν
  • λογισ-θείτε
  • λογισ-θείεν

Προστακτική

  • λογίσ-θητι
  • λογισ-θήτω
  • λογισ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • λογισ-θήναι

Μετοχή

  • λογισ-θείς
  • λογισ-θείσα
  • λογισ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λογίζομαι
  • λογίζ-ει
  • λογίζ-εται
  • λογιζ-όμεθα
  • λογίζ-εσθε
  • λογίζ-ονται

Υποτακτική

  • λογίζ-ωμαι
  • λογίζ-η
  • λογίζ-ηται
  • λογιζ-ώμεθα
  • λογίζ-ησθε
  • λογίζ-ωνται
 

Ευκτική

  • λογιζ-οίμην
  • λογίζ-οιο
  • λογίζ-οιτο
  • λογιζ-οίμεθα
  • λογίζ-οισθε
  • λογίζ-οιντο

Προστακτική

  • λογίζ-ου
  • λογιζ-έσθω
  • λογιζ-έσθων(-έσθωσαν)
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • λογίζ-εσθαι

Μετοχή

  • λογιζ-όμενος
  • λογιζ-ομένη
  • λογιζ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-λογιζ-όμην
  • ε-λογίζ-ου
  • ε-λογίζ-ετο
  • ε-λογιζ-όμεθα
  • ε-λογίζ-εσθε
  • ε-λογίζ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • λογίσ-εσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-λογισά-μην
  • ε-λογίσ-ω
  • ε-λογίσ-ατο
  • ε-λογισά-μεθα
  • ε-λογίσ-ασθε
  • ε-λογίσ-αντο

Υποτακτική

  • λογίσ-ωμαι
  • λογίσ-η
  • λογίσ-ηται
  • λογισ-ώμεθα
  • λογίσ-ησθε
  • λογίσ-ωνται
 

Ευκτική

  • λογισ-αίμην
  • λογίσ-αιο
  • λογίσ-αιτο
  • λογισ-αίμεθα
  • λογίσ-αισθε
  • λογίσ-αιντο

Προστακτική

  • λόγισ-αι
  • λογισ-άσθω
  • λογισ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • λογίσ-ασθαι

Μετοχή

  • λογισ-άμενος
  • λογισ-αμένη
  • λογισ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-λε-λογίσ-μην
  • ε-λε-λόγι-σο
  • ε-λε-λόγισ-το
  • ε-λε-λογίσ-μεθα
  • ε-λε-λόγισ-θε
  • λελογισ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • λελογισ-μένος ώ
  • λελογισ-μένη ής
  • λελογισ-μένον ή
  • λελογισ-μένοι ώμεν
  • λελογισ-μέναι ήτε
  • λελογισ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • λελογισ-μένος είην
  • λελογισ-μένη είης
  • λελογισ-μένον είη
  • λελογισ-μένοι είμεν
  • λελογισ-μέναι είτε
  • λελογισ-μένα είεν

Προστακτική

  • λελόγι-σο
  • λελογί-σθω
  • λελογί-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • λελογί-σθαι

Μετοχή

  • λελογισ-μένος
  • λελογισ-μένη
  • λελογισ-μένον