OG.png σβέννυμι

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σβέννυμι
  • σβέν-νυς
  • σβέν-νυσιν
  • σβέν-νυμεν
  • σβέν-νυτε
  • σβεν-νύασιν

Υποτακτική

  • σβεν-νύω
  • σβεν-νύης
  • σβεν-νύη
  • σβεν-νύωμεν
  • σβεν-νύητε
  • σβεν-νύωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σβεν-νύοιμι
  • σβεν-νύοις
  • σβεν-νύοι
  • σβεν-νύντων
  • σβεν-νύοιτε
  • σβεν-νύοιεν

Προστακτική

  • σβέν-νυ
  • σβεν-νύτω
  • σβέν-νυτε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σβεν-νύναι

Μετοχή

  • σβεν-νύς
  • σβεν-νύσα
  • σβεν-νύν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σβέν-νυν
  • ε-σβέν-νυς
  • ε-σβέν-νυ
  • ε-σβέν-νυμεν
  • ε-σβέν-νυτε
  • ε-σβέν-νυσαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σβέ-σω
  • σβέ-σεις
  • σβέ-σει
  • σβέ-σομεν
  • σβέ-σετε
  • σβέ-σουσι(ν)

Ευκτική

  • σβέ-σοιμι
  • σβέ-σοις
  • σβέ-σοι
  • σβέ-σοιμεν
  • σβέ-σοιτε
  • σβέ-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • σβέ-σειν

Μετοχή

  • σβέ-σων
  • σβέ-σουσα
  • σβέ-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-σβε-σα
  • έ-σβε-σας
  • έ-σβε-σε(ν)
  • ε-σβέ-σαμεν
  • ε-σβέ-σατε
  • έ-σβε-σαν

Υποτακτική

  • σβέ-σω
  • σβέ-σης
  • σβέ-ση
  • σβέ-σωμεν
  • σβέ-σητε
  • σβέ-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σβέ-σαιμι
  • σβέ-σαις
  • σβέ-σαι
  • σβέ-σαιμεν
  • σβέ-σαιτε
  • σβέ-σαιεν

Προστακτική

  • σβέ-σον
  • σβε-σάτω
  • σβε-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σβέ-σαι

Μετοχή

  • σβέ-σας
  • σβέ-σασα
  • σβέ-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έ-σβη-κα
  • έ-σβη-κας
  • έ-σβη-κε(ν)
  • ε-σβή-καμεν
  • ε-σβή-κατε
  • ε-σβή-κασι(ν)

Υποτακτική

  • ε-σβή-κω
  • ε-σβή-κης
  • ε-σβή-κη
  • ε-σβή-κωμεν
  • ε-σβή-κητε
  • ε-σβή-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ε-σβή-κοιμι
  • ε-σβή-κοις
  • ε-σβή-κοι
  • ε-σβή-κοιμεν
  • ε-σβή-κοιτε
  • ε-σβή-κοιεν

Προστακτική

  • έ-σβη-κε
  • ε-σβη-κέτω
  • ε-σβη-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ε-σβη-κέναι

Μετοχή

  • ε-σβη-κώς
  • ε-σβη-κυία
  • ε-σβη-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σβή-κειν
  • ε-σβή-κεις
  • ε-σβή-κει
  • ε-σβή-κειμεν
  • ε-σβή-κειτε
  • ε-σβή-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σβεσ-θησοίμην
  • σβεσ-θήσοιο
  • σβεσ-θήσοιτο
  • σβεσ-θησοίμεθα
  • σβεσ-θήσοισθε
  • σβεσ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • σβεσ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • σβεσ-θησόμενος
  • σβεσ-θησομένη
  • σβεσ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-σβέσ-θην
  • ε-σβέσ-θης
  • ε-σβέσ-θη
  • ε-σβέσ-θημεν
  • ε-σβέσ-θητε
  • ε-σβέσ-θησαν

Υποτακτική

  • σβεσ-θώ
  • σβεσ-θής
  • σβεσ-θή
  • σβεσ-θώμεν
  • σβεσ-θήτε
  • σβεσ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • σβεσ-θείην
  • σβεσ-θείης
  • σβεσ-θείη
  • σβεσ-θείμεν
  • σβεσ-θείτε
  • σβεσ-θείεν

Προστακτική

  • σβέσ-θητι
  • σβεσ-θήτω
  • σβεσ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σβεσ-θήναι

Μετοχή

  • σβεσ-θείς
  • σβεσ-θείσα
  • σβεσ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σβέννυμαι
  • σβέννυ-σαι
  • σβέννυ-ται
  • σβεννύ-μεθα
  • σβέννυ-σθε
  • σβέννυ-νται

Υποτακτική

  • σβεν-νύωμαι
  • σβεν-νύη
  • σβεν-νύηται
  • σβεν-νυώμεθα
  • σβεν-νύησθε
  • σβεν-νύωνται
 

Ευκτική

  • σβεν-νυοίμην
  • σβεν-νύοιο
  • σβεν-νύοιτο
  • σβεν-νυοίμεθα
  • σβεν-νύοισθε
  • σβεν-νύοιντο

Προστακτική

  • σβέν-νυσο
  • σβεν-νύσθω
  • σβεν-νύσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σβέν-νυσθαι

Μετοχή

  • σβεν-νύμενος
  • σβεν-νυμένη
  • σβεν-νύμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σβεν-νύμην
  • ε-σβέν-νυσο
  • ε-σβέν-νυτο
  • ε-σβεν-νύμεθα
  • ε-σβέν-νυσθε
  • ε-σβέν-νυσθε

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σβε-σοίμην
  • σβέ-σοιο
  • σβέ-σοιτο
  • σβε-σοίμεθα
  • σβέ-σοισθε
  • σβέ-σοιντο

Απαρέμφατο

  • σβή-σεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • σβε-σόμενος
  • σβε-σομένη
  • σβε-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • σβέ-σωμαι
  • σβέ-ση
  • σβέ-σηται
  • σβε-σώμεθα
  • σβέ-σησθε
  • σβέ-σωνται
 

Ευκτική

  • σβε-σαίμην
  • σβέ-σαιο
  • σβέ-σαιτο
  • σβε-σαίμεθα
  • σβέ-σαισθε
  • σβέ-σαιντο

Προστακτική

  • σβέ-σαι
  • σβε-σάσθω
  • σβε-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σβέ-σασθαι

Μετοχή

  • σβε-σάμενος
  • σβε-σαμένη
  • σβε-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-σβέσ-μην
  • έ-σβε-σο
  • έ-σβεσ-το
  • ε-σβέσ-μεθα
  • έ-σβεσ-θε
  • ε-σβεσ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ε-σβεσ-μένος ώ
  • ε-σβεσ-μένη ής
  • ε-σβεσ-μένον ή
  • ε-σβεσ-μένοι ώμεν
  • ε-σβεσ-μέναι ήτε
  • ε-σβεσ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ε-σβεσ-μένος είην
  • ε-σβεσ-μένη είης
  • ε-σβεσ-μένον είη
  • ε-σβεσ-μένοι είμεν
  • ε-σβεσ-μέναι είτε
  • ε-σβεσ-μένα είεν

Προστακτική

  • έ-σβε-σο
  • ε-σβέ-σθω
  • ε-σβέ-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ε-σβέ-σθαι

Μετοχή

  • ε-σβεσ-μένος
  • ε-σβεσ-μένη
  • ε-σβεσ-μένον