ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ζεύγνυμι
- ζεύγ-νυς
- ζεύγ-νυσιν
- ζεύγ-νυμεν
- ζεύγ-νυτε
- ζευγ-νύασιν
Υποτακτική
- ζευγ-νύω
- ζευγ-νύης
- ζευγ-νύη
- ζευγ-νύωμεν
- ζευγ-νύητε
- ζευγ-νύωσι(ν)
Ευκτική
- ζευγ-νύοιμι
- ζευγ-νύοις
- ζευγ-νύοι
- ζευγ-νύντων
- ζευγ-νύοιτε
- ζευγ-νύοιεν
Προστακτική
- ζεύγ-νυ
- ζευγ-νύτω
- ζεύγ-νυτε
Απαρέμφατο
- ζευγ-νύναι
Μετοχή
- ζευγ-νύς
- ζευγ-νύσα
- ζευγ-νύν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-ζεύγ-νυν
- ε-ζεύγ-νυς
- ε-ζεύγ-νυ
- ε-ζεύγ-νυμεν
- ε-ζεύγ-νυτε
- ε-ζεύγ-νυσαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ζεύξ-ω
- ζεύξ-εις
- ζεύξ-ει
- ζεύξ-ομεν
- ζεύξ-ετε
- ζεύξ-ουσι(ν)
Ευκτική
- ζεύξ-οιμι
- ζεύξ-οις
- ζεύξ-οι
- ζεύξ-οιμεν
- ζεύξ-οιτε
- ζεύξ-οιεν
Απαρέμφατο
- ζεύξ-ειν
Μετοχή
- ζεύξ-ων
- ζεύξ-ουσα
- ζεύξ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-ζευξ-α
- έ-ζευξ-ας
- έ-ζευξ-ε(ν)
- ε-ζεύξ-αμεν
- ε-ζεύξ-ατε
- έ-ζευξ-αν
Υποτακτική
- ζεύξ-ω
- ζεύξ-ης
- ζεύξ-η
- ζεύξ-ωμεν
- ζεύξ-ητε
- ζεύξ-ωσι(ν)
Ευκτική
- ζεύξ-αιμι
- ζεύξ-αις
- ζεύξ-αι
- ζεύξ-αιμεν
- ζεύξ-αιτε
- ζεύξ-αιεν
Προστακτική
- ζεύξ-ον
- ζευξ-άτω
- ζευξ-άντων
Απαρέμφατο
- ζεύξ-αι
Μετοχή
- ζεύξ-ας
- ζεύξ-ασα
- ζεύξ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έ-ζευχ-α
- έ-ζευχ-ας
- έ-ζευχ-ε(ν)
- ε-ζεύχ-αμεν
- ε-ζεύχ-ατε
- ε-ζεύχ-ασι(ν)
Υποτακτική
- ε-ζεύχ-ω
- ε-ζεύχ-ης
- ε-ζεύχ-η
- ε-ζεύχ-ωμεν
- ε-ζεύχ-ητε
- ε-ζεύχ-ωσι(ν)
Ευκτική
- ε-ζεύχ-οιμι
- ε-ζεύχ-οις
- ε-ζεύχ-οι
- ε-ζεύχ-οιμεν
- ε-ζεύχ-οιτε
- ε-ζεύχ-οιεν
Προστακτική
- έ-ζευχ-ε
- ε-ζευχ-έτω
- ε-ζευχ-όντων
Απαρέμφατο
- ε-ζευχ-έναι
Μετοχή
- ε-ζευχ-ώς
- ε-ζευχ-υία
- ε-ζευχ-ός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-ζεύχ-ειν
- ε-ζεύχ-εις
- ε-ζεύχ-ει
- ε-ζεύχ-ειμεν
- ε-ζεύχ-ειτε
- ε-ζεύχ-εισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ζευχ-θησοίμην
- ζευχ-θήσοιο
- ζευχ-θήσοιτο
- ζευχ-θησοίμεθα
- ζευχ-θήσοισθε
- ζευχ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- ζευχ-θήσεσθαι
Μετοχή
- ζευχ-θησόμενος
- ζευχ-θησομένη
- ζευχ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-ζεύχ-θην
- ε-ζεύχ-θης
- ε-ζεύχ-θη
- ε-ζεύχ-θημεν
- ε-ζεύχ-θητε
- ε-ζεύχ-θησαν
Υποτακτική
- ζευχ-θώ
- ζευχ-θής
- ζευχ-θή
- ζευχ-θώμεν
- ζευχ-θήτε
- ζευχ-θώσι(ν)
Ευκτική
- ζευχ-θείην
- ζευχ-θείης
- ζευχ-θείη
- ζευχ-θείμεν
- ζευχ-θείτε
- ζευχ-θείεν
Προστακτική
- ζεύχ-θητι
- ζευχ-θήτω
- ζευχ-θέντων
Απαρέμφατο
- ζευχ-θήναι
Μετοχή
- ζευχ-θείς
- ζευχ-θείσα
- ζευχ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ζεύγνυμαι
- ζεύγνυ-σαι
- ζεύγνυ-ται
- ζευγνύ-μεθα
- ζεύγνυ-σθε
- ζεύγνυ-νται
Υποτακτική
- ζευγ-νύωμαι
- ζευγ-νύη
- ζευγ-νύηται
- ζευγ-νυώμεθα
- ζευγ-νύησθε
- ζευγ-νύωνται
Ευκτική
- ζευγ-νυοίμην
- ζευγ-νύοιο
- ζευγ-νύοιτο
- ζευγ-νυοίμεθα
- ζευγ-νύοισθε
- ζευγ-νύοιντο
Προστακτική
- ζεύγ-νυσο
- ζευγ-νύσθω
- ζευγ-νύσθων
Απαρέμφατο
- ζεύγ-νυσθαι
Μετοχή
- ζευγ-νύμενος
- ζευγ-νυμένη
- ζευγ-νύμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-ζευγ-νύμην
- ε-ζεύγ-νυσο
- ε-ζεύγ-νυτο
- ε-ζευγ-νύμεθα
- ε-ζεύγ-νυσθε
- ε-ζεύγ-νυσθε
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- ζευξ-οίμην
- ζεύξ-οιο
- ζεύξ-οιτο
- ζευξ-οίμεθα
- ζεύξ-οισθε
- ζεύξ-οιντο
Απαρέμφατο
- ζεύξ-εσθαι
Μετοχή
- ζευξ-όμενος
- ζευξ-ομένη
- ζευξ-όμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-ζευξ-άμην
- ε-ζεύξ-ω
- ε-ζεύξ-ατο
- ε-ζευξ-άμεθα
- ε-ζεύξ-ασθε
- ε-ζεύξ-αντο
Υποτακτική
- ζεύξ-ωμαι
- ζεύξ-η
- ζεύξ-ηται
- ζευξ-ώμεθα
- ζεύξ-ησθε
- ζεύξ-ωνται
Ευκτική
- ζευξ-αίμην
- ζεύξ-αιο
- ζεύξ-αιτο
- ζευξ-αίμεθα
- ζεύξ-αισθε
- ζεύξ-αιντο
Προστακτική
- ζεύξ-αι
- ζευξ-άσθω
- ζευξ-άσθων
Απαρέμφατο
- ζεύξ-ασθαι
Μετοχή
- ζευξ-άμενος
- ζευξ-αμένη
- ζευξ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-ζεύγ-μην
- έ-ζευ-ξο
- έ-ζευκ-το
- ε-ζεύγ-μεθα
- έ-ζευχ-θε
- ε-ζευγ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ε-ζευγ-μένος ώ
- ε-ζευγ-μένη ής
- ε-ζευγ-μένον ή
- ε-ζευγ-μένοι ώμεν
- ε-ζευγ-μέναι ήτε
- ε-ζευγ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ε-ζευγ-μένος είην
- ε-ζευγ-μένη είης
- ε-ζευγ-μένον είη
- ε-ζευγ-μένοι είμεν
- ε-ζευγ-μέναι είτε
- ε-ζευγ-μένα είεν
Προστακτική
- έ-ζευ-ξο
- ε-ζεύχ-θω
- ε-ζεύχ-θων
Απαρέμφατο
- ε-ζεύχ-θαι
Μετοχή
- ε-ζευγ-μένος
- ε-ζευγ-μένη
- ε-ζευγ-μένον