OG.png όμνυμι

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • όμνυμι
  • όμ-νυς
  • όμ-νυσιν
  • όμ-νυμεν
  • όμ-νυτε
  • ομ-νύασιν

Υποτακτική

  • ομ-νύω
  • ομ-νύης
  • ομ-νύη
  • ομ-νύωμεν
  • ομ-νύητε
  • ομ-νύωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ομ-νύοιμι
  • ομ-νύοις
  • ομ-νύοι
  • ομ-νύντων
  • ομ-νύοιτε
  • ομ-νύοιεν

Προστακτική

  • όμ-νυ
  • ομ-νύτω
  • όμ-νυτε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ομ-νύναι

Μετοχή

  • ομ-νύς
  • ομ-νύσα
  • ομ-νύν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ώμ-νυν
  • ώμ-νυς
  • ώμ-νυ
  • ώμ-νυμεν
  • ώμ-νυτε
  • ώμ-νυσαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ομό-σω
  • ομό-σεις
  • ομό-σει
  • ομό-σομεν
  • ομό-σετε
  • ομό-σουσι(ν)

Ευκτική

  • ομό-σοιμι
  • ομό-σοις
  • ομό-σοι
  • ομό-σοιμεν
  • ομό-σοιτε
  • ομό-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • ομό-σειν

Μετοχή

  • ομό-σων
  • ομό-σουσα
  • ομό-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ώμο-σα
  • ώμο-σας
  • ώμο-σε(ν)
  • ωμό-σαμεν
  • ωμό-σατε
  • ώμο-σαν

Υποτακτική

  • ομό-σω
  • ομό-σης
  • ομό-ση
  • ομό-σωμεν
  • ομό-σητε
  • ομό-σωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ομό-σαιμι
  • ομό-σαις
  • ομό-σαι
  • ομό-σαιμεν
  • ομό-σαιτε
  • ομό-σαιεν

Προστακτική

  • όμο-σον
  • ομο-σάτω
  • ομο-σάντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • όμο-σαι

Μετοχή

  • ομό-σας
  • ομό-σασα
  • ομό-σαν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ο-μώμο-κα
  • ο-μώμο-κας
  • ο-μώμο-κε(ν)
  • ο-μωμό-καμεν
  • ο-μωμό-κατε
  • ο-μωμό-κασι(ν)

Υποτακτική

  • ο-μωμό-κω
  • ο-μωμό-κης
  • ο-μωμό-κη
  • ο-μωμό-κωμεν
  • ο-μωμό-κητε
  • ο-μωμό-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-μωμό-κοιμι
  • ο-μωμό-κοις
  • ο-μωμό-κοι
  • ο-μωμό-κοιμεν
  • ο-μωμό-κοιτε
  • ο-μωμό-κοιεν

Προστακτική

  • ο-μώμο-κε
  • ο-μωμο-κέτω
  • ο-μωμο-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-μωμο-κέναι

Μετοχή

  • ο-μωμο-κώς
  • ο-μωμο-κυία
  • ο-μωμο-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ο-μωμό-κειν
  • ο-μωμό-κεις
  • ο-μωμό-κει
  • ο-μωμό-κειμεν
  • ο-μωμό-κειτε
  • ο-μωμό-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ομοσ-θησοίμην
  • ομοσ-θήσοιο
  • ομοσ-θήσοιτο
  • ομοσ-θησοίμεθα
  • ομοσ-θήσοισθε
  • ομοσ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • ομοσ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • ομοσ-θησόμενος
  • ομοσ-θησομένη
  • ομοσ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ωμόσ-θην
  • ωμόσ-θης
  • ωμόσ-θη
  • ωμόσ-θημεν
  • ωμόσ-θητε
  • ωμόσ-θησαν

Υποτακτική

  • ομοσ-θώ
  • ομοσ-θής
  • ομοσ-θή
  • ομοσ-θώμεν
  • ομοσ-θήτε
  • ομοσ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ομοσ-θείην
  • ομοσ-θείης
  • ομοσ-θείη
  • ομοσ-θείμεν
  • ομοσ-θείτε
  • ομοσ-θείεν

Προστακτική

  • ομόσ-θητι
  • ομοσ-θήτω
  • ομοσ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ομοσ-θήναι

Μετοχή

  • ομοσ-θείς
  • ομοσ-θείσα
  • ομοσ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • όμνυμαι
  • όμνυ-σαι
  • όμνυ-ται
  • ομνύ-μεθα
  • όμνυ-σθε
  • όμνυ-νται

Υποτακτική

  • ομ-νύωμαι
  • ομ-νύη
  • ομ-νύηται
  • ομ-νυώμεθα
  • ομ-νύησθε
  • ομ-νύωνται
 

Ευκτική

  • ομ-νυοίμην
  • ομ-νύοιο
  • ομ-νύοιτο
  • ομ-νυοίμεθα
  • ομ-νύοισθε
  • ομ-νύοιντο

Προστακτική

  • όμ-νυσο
  • ομ-νύσθω
  • ομ-νύσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • όμ-νυσθαι

Μετοχή

  • ομ-νύμενος
  • ομ-νυμένη
  • ομ-νύμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ωμ-νύμην
  • ώμ-νυσο
  • ώμ-νυτο
  • ωμ-νύμεθα
  • ώμ-νυσθε
  • ώμ-νυσθε

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ομο-σοίμην
  • ομό-σοιο
  • ομό-σοιτο
  • ομο-σοίμεθα
  • ομό-σοισθε
  • ομό-σοιντο

Απαρέμφατο

  • ομ-είσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • ομο-σόμενος
  • ομο-σομένη
  • ομο-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ωμο-σάμην
  • ωμό-σω
  • ωμό-σατο
  • ωμο-σάμεθα
  • ωμό-σασθε
  • ωμό-σαντο

Υποτακτική

  • ομό-σωμαι
  • ομό-ση
  • ομό-σηται
  • ομο-σώμεθα
  • ομό-σησθε
  • ομό-σωνται
 

Ευκτική

  • ομο-σαίμην
  • ομό-σαιο
  • ομό-σαιτο
  • ομο-σαίμεθα
  • ομό-σαισθε
  • ομό-σαιντο

Προστακτική

  • όμο-σαι
  • ομο-σάσθω
  • ομο-σάσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ομό-σασθαι

Μετοχή

  • ομο-σάμενος
  • ομο-σαμένη
  • ομο-σάμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ο-μωμόσ-μην
  • ο-μώμο-σο
  • ο-μώμοσ-το
  • ο-μωμόσ-μεθα
  • ο-μώμοσ-θε
  • ο-μωμοσ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ο-μωμοσ-μένος ώ
  • ο-μωμοσ-μένη ής
  • ο-μωμοσ-μένον ή
  • ο-μωμοσ-μένοι ώμεν
  • ο-μωμοσ-μέναι ήτε
  • ο-μωμοσ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-μωμοσ-μένος είην
  • ο-μωμοσ-μένη είης
  • ο-μωμοσ-μένον είη
  • ο-μωμοσ-μένοι είμεν
  • ο-μωμοσ-μέναι είτε
  • ο-μωμοσ-μένα είεν

Προστακτική

  • ο-μώμο-σο
  • ο-μωμό-σθω
  • ο-μωμό-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-μωμό-σθαι

Μετοχή

  • ο-μωμοσ-μένος
  • ο-μωμοσ-μένη
  • ο-μωμοσ-μένον