ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μείγνυμι
- μείγ-νυς
- μείγ-νυσιν
- μείγ-νυμεν
- μείγ-νυτε
- μειγ-νύασιν
Υποτακτική
- μειγ-νύω
- μειγ-νύης
- μειγ-νύη
- μειγ-νύωμεν
- μειγ-νύητε
- μειγ-νύωσι(ν)
Ευκτική
- μειγ-νύοιμι
- μειγ-νύοις
- μειγ-νύοι
- μειγ-νύντων
- μειγ-νύοιτε
- μειγ-νύοιεν
Προστακτική
- μείγ-νυ
- μειγ-νύτω
- μείγ-νυτε
Απαρέμφατο
- μειγ-νύναι
Μετοχή
- μειγ-νύς
- μειγ-νύσα
- μειγ-νύν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-μείγ-νυν
- ε-μείγ-νυς
- ε-μείγ-νυ
- ε-μείγ-νυμεν
- ε-μείγ-νυτε
- ε-μείγ-νυσαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- μείξ-ω
- μείξ-εις
- μείξ-ει
- μείξ-ομεν
- μείξ-ετε
- μείξ-ουσι(ν)
Ευκτική
- μείξ-οιμι
- μείξ-οις
- μείξ-οι
- μείξ-οιμεν
- μείξ-οιτε
- μείξ-οιεν
Απαρέμφατο
- μείξ-ειν
Μετοχή
- μείξ-ων
- μείξ-ουσα
- μείξ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-μειξ-α
- έ-μειξ-ας
- έ-μειξ-ε(ν)
- ε-μείξ-αμεν
- ε-μείξ-ατε
- έ-μειξ-αν
Υποτακτική
- μείξ-ω
- μείξ-ης
- μείξ-η
- μείξ-ωμεν
- μείξ-ητε
- μείξ-ωσι(ν)
Ευκτική
- μείξ-αιμι
- μείξ-αις
- μείξ-αι
- μείξ-αιμεν
- μείξ-αιτε
- μείξ-αιεν
Προστακτική
- μείξ-ον
- μειξ-άτω
- μειξ-άντων
Απαρέμφατο
- μείξ-αι
Μετοχή
- μείξ-ας
- μείξ-ασα
- μείξ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- μέ-μειχ-α
- μέ-μειχ-ας
- μέ-μειχ-ε(ν)
- με-μείχ-αμεν
- με-μείχ-ατε
- με-μείχ-ασι(ν)
Υποτακτική
- με-μείχ-ω
- με-μείχ-ης
- με-μείχ-η
- με-μείχ-ωμεν
- με-μείχ-ητε
- με-μείχ-ωσι(ν)
Ευκτική
- με-μείχ-οιμι
- με-μείχ-οις
- με-μείχ-οι
- με-μείχ-οιμεν
- με-μείχ-οιτε
- με-μείχ-οιεν
Προστακτική
- μέ-μειχ-ε
- με-μειχ-έτω
- με-μειχ-όντων
Απαρέμφατο
- με-μειχ-έναι
Μετοχή
- με-μειχ-ώς
- με-μειχ-υία
- με-μειχ-ός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-μεμείχ-ειν
- ε-μεμείχ-εις
- ε-μεμείχ-ει
- ε-μεμείχ-ειμεν
- ε-μεμείχ-ειτε
- ε-μεμείχ-εισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- μιχ-θησοίμην
- μιχ-θήσοιο
- μιχ-θήσοιτο
- μιχ-θησοίμεθα
- μιχ-θήσοισθε
- μιχ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- μιχ-θήσεσθαι
Μετοχή
- μιχ-θησόμενος
- μιχ-θησομένη
- μιχ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-μείχ-θην
- ε-μείχ-θης
- ε-μείχ-θη
- ε-μείχ-θημεν
- ε-μείχ-θητε
- ε-μείχ-θησαν
Υποτακτική
- μιχ-θώ
- μιχ-θής
- μιχ-θή
- μιχ-θώμεν
- μιχ-θήτε
- μιχ-θώσι(ν)
Ευκτική
- μιχ-θείην
- μιχ-θείης
- μιχ-θείη
- μιχ-θείμεν
- μιχ-θείτε
- μιχ-θείεν
Προστακτική
- μίχ-θητι
- μιχ-θήτω
- μιχ-θέντων
Απαρέμφατο
- μιχ-θήναι
Μετοχή
- μιχ-θείς
- μιχ-θείσα
- μιχ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μείγνυμαι
- μείγνυ-σαι
- μείγνυ-ται
- μειγνύ-μεθα
- μείγνυ-σθε
- μείγνυ-νται
Υποτακτική
- μειγ-νύωμαι
- μειγ-νύη
- μειγ-νύηται
- μειγ-νυώμεθα
- μειγ-νύησθε
- μειγ-νύωνται
Ευκτική
- μειγ-νυοίμην
- μειγ-νύοιο
- μειγ-νύοιτο
- μειγ-νυοίμεθα
- μειγ-νύοισθε
- μειγ-νύοιντο
Προστακτική
- μείγ-νυσο
- μειγ-νύσθω
- μειγ-νύσθων
Απαρέμφατο
- μείγ-νυσθαι
Μετοχή
- μειγ-νύμενος
- μειγ-νυμένη
- μειγ-νύμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-μειγ-νύμην
- ε-μείγ-νυσο
- ε-μείγ-νυτο
- ε-μειγ-νύμεθα
- ε-μείγ-νυσθε
- ε-μείγ-νυσθε
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- μειξ-οίμην
- μείξ-οιο
- μείξ-οιτο
- μειξ-οίμεθα
- μείξ-οισθε
- μείξ-οιντο
Απαρέμφατο
- μιγή-σεσθαι
Μετοχή
- μειξ-όμενος
- μειξ-ομένη
- μειξ-όμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-μειξ-άμην
- ε-μείξ-ω
- ε-μείξ-ατο
- ε-μειξ-άμεθα
- ε-μείξ-ασθε
- ε-μείξ-αντο
Υποτακτική
- μείξ-ωμαι
- μείξ-η
- μείξ-ηται
- μειξ-ώμεθα
- μείξ-ησθε
- μείξ-ωνται
Ευκτική
- μειξ-αίμην
- μείξ-αιο
- μείξ-αιτο
- μειξ-αίμεθα
- μείξ-αισθε
- μείξ-αιντο
Προστακτική
- μείξ-αι
- μειξ-άσθω
- μειξ-άσθων
Απαρέμφατο
- μείξ-ασθαι
Μετοχή
- μειξ-άμενος
- μειξ-αμένη
- μειξ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-με-μείγ-μην
- ε-μέ-μει-ξο
- ε-μέ-μεικ-το
- ε-με-μείγ-μεθα
- ε-μέ-μειχ-θε
- με-μειγ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- με-μειγ-μένος ώ
- με-μειγ-μένη ής
- με-μειγ-μένον ή
- με-μειγ-μένοι ώμεν
- με-μειγ-μέναι ήτε
- με-μειγ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- με-μειγ-μένος είην
- με-μειγ-μένη είης
- με-μειγ-μένον είη
- με-μειγ-μένοι είμεν
- με-μειγ-μέναι είτε
- με-μειγ-μένα είεν
Προστακτική
- μέ-μει-ξο
- με-μείχ-θω
- με-μείχ-θων
Απαρέμφατο
- με-μείχ-θαι
Μετοχή
- με-μειγ-μένος
- με-μειγ-μένη
- με-μειγ-μένον