ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κορέννυμι
- κορέν-νυς
- κορέν-νυσιν
- κορέν-νυμεν
- κορέν-νυτε
- κορεν-νύασιν
Υποτακτική
- κορεν-νύω
- κορεν-νύης
- κορεν-νύη
- κορεν-νύωμεν
- κορεν-νύητε
- κορεν-νύωσι(ν)
Ευκτική
- κορεν-νύοιμι
- κορεν-νύοις
- κορεν-νύοι
- κορεν-νύντων
- κορεν-νύοιτε
- κορεν-νύοιεν
Προστακτική
- κορέν-νυ
- κορεν-νύτω
- κορέν-νυτε
Απαρέμφατο
- κορεν-νύναι
Μετοχή
- κορεν-νύς
- κορεν-νύσα
- κορεν-νύν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-κορέν-νυν
- ε-κορέν-νυς
- ε-κορέν-νυ
- ε-κορέν-νυμεν
- ε-κορέν-νυτε
- ε-κορέν-νυσαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- κορέ-σω
- κορέ-σεις
- κορέ-σει
- κορέ-σομεν
- κορέ-σετε
- κορέ-σουσι(ν)
Ευκτική
- κορέ-σοιμι
- κορέ-σοις
- κορέ-σοι
- κορέ-σοιμεν
- κορέ-σοιτε
- κορέ-σοιεν
Απαρέμφατο
- κορέ-σειν
Μετοχή
- κορέ-σων
- κορέ-σουσα
- κορέ-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-κόρε-σα
- ε-κόρε-σας
- ε-κόρε-σε(ν)
- ε-κορέ-σαμεν
- ε-κορέ-σατε
- ε-κόρε-σαν
Υποτακτική
- κορέ-σω
- κορέ-σης
- κορέ-ση
- κορέ-σωμεν
- κορέ-σητε
- κορέ-σωσι(ν)
Ευκτική
- κορέ-σαιμι
- κορέ-σαις
- κορέ-σαι
- κορέ-σαιμεν
- κορέ-σαιτε
- κορέ-σαιεν
Προστακτική
- κόρε-σον
- κορε-σάτω
- κορε-σάντων
Απαρέμφατο
- κόρε-σαι
Μετοχή
- κορέ-σας
- κορέ-σασα
- κορέ-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-κορέσ-θην
- ε-κορέσ-θης
- ε-κορέσ-θη
- ε-κορέσ-θημεν
- ε-κορέσ-θητε
- ε-κορέσ-θησαν
Υποτακτική
- κορεσ-θώ
- κορεσ-θής
- κορεσ-θή
- κορεσ-θώμεν
- κορεσ-θήτε
- κορεσ-θώσι(ν)
Ευκτική
- κορεσ-θείην
- κορεσ-θείης
- κορεσ-θείη
- κορεσ-θείμεν
- κορεσ-θείτε
- κορεσ-θείεν
Προστακτική
- κορέσ-θητι
- κορεσ-θήτω
- κορεσ-θέντων
Απαρέμφατο
- κορεσ-θήναι
Μετοχή
- κορεσ-θείς
- κορεσ-θείσα
- κορεσ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κορέννυμαι
- κορέννυ-σαι
- κορέννυ-ται
- κορεννύ-μεθα
- κορέννυ-σθε
- κορέννυ-νται
Υποτακτική
- κορεν-νύωμαι
- κορεν-νύη
- κορεν-νύηται
- κορεν-νυώμεθα
- κορεν-νύησθε
- κορεν-νύωνται
Ευκτική
- κορεν-νυοίμην
- κορεν-νύοιο
- κορεν-νύοιτο
- κορεν-νυοίμεθα
- κορεν-νύοισθε
- κορεν-νύοιντο
Προστακτική
- κορέν-νυσο
- κορεν-νύσθω
- κορεν-νύσθων
Απαρέμφατο
- κορέν-νυσθαι
Μετοχή
- κορεν-νύμενος
- κορεν-νυμένη
- κορεν-νύμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-κορεν-νύμην
- ε-κορέν-νυσο
- ε-κορέν-νυτο
- ε-κορεν-νύμεθα
- ε-κορέν-νυσθε
- ε-κορέν-νυσθε
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- κορε-σοίμην
- κορέ-σοιο
- κορέ-σοιτο
- κορε-σοίμεθα
- κορέ-σοισθε
- κορέ-σοιντο
Απαρέμφατο
- κορέ-σεσθαι
Μετοχή
- κορε-σόμενος
- κορε-σομένη
- κορε-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-κορε-σάμην
- ε-κορέ-σω
- ε-κορέ-σατο
- ε-κορε-σάμεθα
- ε-κορέ-σασθε
- ε-κορέ-σαντο
Υποτακτική
- κορέ-σωμαι
- κορέ-ση
- κορέ-σηται
- κορε-σώμεθα
- κορέ-σησθε
- κορέ-σωνται
Ευκτική
- κορε-σαίμην
- κορέ-σαιο
- κορέ-σαιτο
- κορε-σαίμεθα
- κορέ-σαισθε
- κορέ-σαιντο
Προστακτική
- κόρε-σαι
- κορε-σάσθω
- κορε-σάσθων
Απαρέμφατο
- κορέ-σασθαι
Μετοχή
- κορε-σάμενος
- κορε-σαμένη
- κορε-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-κε-κορέσ-μην
- ε-κε-κόρε-σο
- ε-κε-κόρεσ-το
- ε-κε-κορέσ-μεθα
- ε-κε-κόρεσ-θε
- κε-κορεσ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- κε-κορεσ-μένος ώ
- κε-κορεσ-μένη ής
- κε-κορεσ-μένον ή
- κε-κορεσ-μένοι ώμεν
- κε-κορεσ-μέναι ήτε
- κε-κορεσ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- κε-κορεσ-μένος είην
- κε-κορεσ-μένη είης
- κε-κορεσ-μένον είη
- κε-κορεσ-μένοι είμεν
- κε-κορεσ-μέναι είτε
- κε-κορεσ-μένα είεν
Προστακτική
- κε-κόρε-σο
- κε-κορέ-σθω
- κε-κορέ-σθων
Απαρέμφατο
- κε-κορέ-σθαι
Μετοχή
- κε-κορεσ-μένος
- κε-κορεσ-μένη
- κε-κορεσ-μένον