ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σπάω
- σπ-άς
- σπ-ά
- σπ-ώμεν
- σπ-άτε
- σπ-ώσιν
Υποτακτική
- σπ-άω(-ώ)
- σπ-άς
- σπ-ά
- σπ-ώμεν
- σπ-άτε
- σπ-ώσιν
Ευκτική
- σπ-ώην
- σπ-ώης
- σπ-ώη
- σπ-ώντων
- σπ-ώτε
- σπ-ώεν
Προστακτική
- σπ-ά
- σπ-άτω
- σπ-άτε
Απαρέμφατο
- σπ-άν
Μετοχή
- σπ-ών
- σπ-ώσα
- σπ-ών
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- έ-σπ-ων
- έ-σπ-ας
- έ-σπ-α
- ε-σπ-ώμεν
- ε-σπ-άτε
- έ-σπ-ων
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- σπά-σω
- σπά-σεις
- σπά-σει
- σπά-σομεν
- σπά-σετε
- σπά-σουσι(ν)
Ευκτική
- σπά-σοιμι
- σπά-σοις
- σπά-σοι
- σπά-σοιμεν
- σπά-σοιτε
- σπά-σοιεν
Απαρέμφατο
- σπά-σειν
Μετοχή
- σπά-σων
- σπά-σουσα
- σπά-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-σπα-σα
- έ-σπα-σας
- έ-σπα-σε(ν)
- ε-σπά-σαμεν
- ε-σπά-σατε
- έ-σπα-σαν
Υποτακτική
- σπά-σω
- σπά-σης
- σπά-ση
- σπά-σωμεν
- σπά-σητε
- σπά-σωσι(ν)
Ευκτική
- σπά-σαιμι
- σπά-σαις
- σπά-σαι
- σπά-σαιμεν
- σπά-σαιτε
- σπά-σαιεν
Προστακτική
- σπά-σον
- σπα-σάτω
- σπα-σάντων
Απαρέμφατο
- σπά-σαι
Μετοχή
- σπά-σας
- σπά-σασα
- σπά-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έ-σπα-κα
- έ-σπα-κας
- έ-σπα-κε(ν)
- ε-σπά-καμεν
- ε-σπά-κατε
- ε-σπά-κασι(ν)
Υποτακτική
- ε-σπά-κω
- ε-σπά-κης
- ε-σπά-κη
- ε-σπά-κωμεν
- ε-σπά-κητε
- ε-σπά-κωσι(ν)
Ευκτική
- ε-σπά-κοιμι
- ε-σπά-κοις
- ε-σπά-κοι
- ε-σπά-κοιμεν
- ε-σπά-κοιτε
- ε-σπά-κοιεν
Προστακτική
- έ-σπα-κε
- ε-σπα-κέτω
- ε-σπα-κόντων
Απαρέμφατο
- ε-σπα-κέναι
Μετοχή
- ε-σπα-κώς
- ε-σπα-κυία
- ε-σπα-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-σπά-κειν
- ε-σπά-κεις
- ε-σπά-κει
- ε-σπά-κειμεν
- ε-σπά-κειτε
- ε-σπά-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- σπασ-θησοίμην
- σπασ-θήσοιο
- σπασ-θήσοιτο
- σπασ-θησοίμεθα
- σπασ-θήσοισθε
- σπασ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- σπασ-θήσεσθαι
Μετοχή
- σπασ-θησόμενος
- σπασ-θησομένη
- σπασ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-σπάσ-θην
- ε-σπάσ-θης
- ε-σπάσ-θη
- ε-σπάσ-θημεν
- ε-σπάσ-θητε
- ε-σπάσ-θησαν
Υποτακτική
- σπασ-θώ
- σπασ-θής
- σπασ-θή
- σπασ-θώμεν
- σπασ-θήτε
- σπασ-θώσι(ν)
Ευκτική
- σπασ-θείην
- σπασ-θείης
- σπασ-θείη
- σπασ-θείμεν
- σπασ-θείτε
- σπασ-θείεν
Προστακτική
- σπάσ-θητι
- σπασ-θήτω
- σπασ-θέντων
Απαρέμφατο
- σπασ-θήναι
Μετοχή
- σπασ-θείς
- σπασ-θείσα
- σπασ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σπώμαι
- σπ-ά
- σπ-άται
- σπ-ώμεθα
- σπ-άσθε
- σπ-ώνται
Υποτακτική
- σπ-ώμαι
- σπ-ά
- σπ-άται
- σπ-ώμεθα
- σπ-άσθε
- σπ-ώνται
Ευκτική
- σπ-ώμην
- σπ-ώο
- σπ-ώτο
- σπ-ώμεθα
- σπ-ώσθε
- σπ-ώντο
Προστακτική
- σπ-ώ
- σπ-άσθω
- σπ-άσθων
Απαρέμφατο
- σπ-άσθαι
Μετοχή
- σπ-ώμενος
- σπ-ωμένη
- σπ-ώμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-σπ-ώμην
- ε-σπ-ώ
- ε-σπ-άτο
- ε-σπ-ώμεθα
- ε-σπ-άσθε
- ε-σπ-ώντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- σπα-σοίμην
- σπά-σοιο
- σπά-σοιτο
- σπα-σοίμεθα
- σπά-σοισθε
- σπά-σοιντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- σπα-σόμενος
- σπα-σομένη
- σπα-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-σπα-σάμην
- ε-σπά-σω
- ε-σπά-σατο
- ε-σπα-σάμεθα
- ε-σπά-σασθε
- ε-σπά-σαντο
Υποτακτική
- σπά-σωμαι
- σπά-ση
- σπά-σηται
- σπα-σώμεθα
- σπά-σησθε
- σπά-σωνται
Ευκτική
- σπα-σαίμην
- σπά-σαιο
- σπά-σαιτο
- σπα-σαίμεθα
- σπά-σαισθε
- σπά-σαιντο
Προστακτική
- σπά-σαι
- σπα-σάσθω
- σπα-σάσθων
Απαρέμφατο
- σπά-σασθαι
Μετοχή
- σπα-σάμενος
- σπα-σαμένη
- σπα-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-σπάσ-μην
- έ-σπα-σο
- έ-σπασ-το
- ε-σπάσ-μεθα
- έ-σπασ-θε
- ε-σπασ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ε-σπασ-μένος ώ
- ε-σπασ-μένη ής
- ε-σπασ-μένον ή
- ε-σπασ-μένοι ώμεν
- ε-σπασ-μέναι ήτε
- ε-σπασ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ε-σπασ-μένος είην
- ε-σπασ-μένη είης
- ε-σπασ-μένον είη
- ε-σπασ-μένοι είμεν
- ε-σπασ-μέναι είτε
- ε-σπασ-μένα είεν
Προστακτική
- έ-σπα-σο
- ε-σπά-σθω
- ε-σπά-σθων
Απαρέμφατο
- ε-σπά-σθαι
Μετοχή
- ε-σπασ-μένος
- ε-σπασ-μένη
- ε-σπασ-μένον