ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σμάω
- σμ-ής
- σμ-ή
- σμ-ώμεν
- σμ-ήτε
- σμ-ώσιν
Υποτακτική
- σμ-άω(-ώ)
- σμ-ής
- σμ-ή
- σμ-ώμεν
- σμ-ήτε
- σμ-ώσιν
Ευκτική
- σμ-ώην
- σμ-ώης
- σμ-ώη
- σμ-ώντων
- σμ-ώτε
- σμ-ώεν
Προστακτική
- σμ-ή
- σμ-ήτω
- σμ-ήτε
Απαρέμφατο
- σμ-άν
Μετοχή
- σμ-ών
- σμ-ώσα
- σμ-ών
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- έ-σμ-ων
- έ-σμ-ης
- έ-σμ-η
- ε-σμ-ώμεν
- ε-σμ-ήτε
- έ-σμ-ων
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έ-σμα-σα
- έ-σμα-σας
- έ-σμα-σε(ν)
- ε-σμά-σαμεν
- ε-σμά-σατε
- έ-σμα-σαν
Υποτακτική
- σμά-σω
- σμά-σης
- σμά-ση
- σμά-σωμεν
- σμά-σητε
- σμά-σωσι(ν)
Ευκτική
- σμά-σαιμι
- σμά-σαις
- σμά-σαι
- σμά-σαιμεν
- σμά-σαιτε
- σμά-σαιεν
Προστακτική
- σμά-σον
- σμα-σάτω
- σμα-σάντων
Απαρέμφατο
- σμά-σαι
Μετοχή
- σμά-σας
- σμά-σασα
- σμά-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έ-σμα-κα
- έ-σμα-κας
- έ-σμα-κε(ν)
- ε-σμά-καμεν
- ε-σμά-κατε
- ε-σμά-κασι(ν)
Υποτακτική
- ε-σμά-κω
- ε-σμά-κης
- ε-σμά-κη
- ε-σμά-κωμεν
- ε-σμά-κητε
- ε-σμά-κωσι(ν)
Ευκτική
- ε-σμά-κοιμι
- ε-σμά-κοις
- ε-σμά-κοι
- ε-σμά-κοιμεν
- ε-σμά-κοιτε
- ε-σμά-κοιεν
Προστακτική
- έ-σμα-κε
- ε-σμα-κέτω
- ε-σμα-κόντων
Απαρέμφατο
- ε-σμα-κέναι
Μετοχή
- ε-σμα-κώς
- ε-σμα-κυία
- ε-σμα-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-σμά-κειν
- ε-σμά-κεις
- ε-σμά-κει
- ε-σμά-κειμεν
- ε-σμά-κειτε
- ε-σμά-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σμώμαι
- σμ-ά
- σμ-άται
- σμ-ώμεθα
- σμ-άσθε
- σμ-ώνται
Υποτακτική
- σμ-ώμαι
- σμ-ά
- σμ-άται
- σμ-ώμεθα
- σμ-άσθε
- σμ-ώνται
Ευκτική
- σμ-ώμην
- σμ-ώο
- σμ-ώτο
- σμ-ώμεθα
- σμ-ώσθε
- σμ-ώντο
Προστακτική
- σμ-ώ
- σμ-άσθω
- σμ-άσθων
Απαρέμφατο
- σμ-άσθαι
Μετοχή
- σμ-ώμενος
- σμ-ωμένη
- σμ-ώμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-σμ-ώμην
- ε-σμ-ώ
- ε-σμ-άτο
- ε-σμ-ώμεθα
- ε-σμ-άσθε
- ε-σμ-ώντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-σμα-σάμην
- ε-σμά-σω
- ε-σμά-σατο
- ε-σμα-σάμεθα
- ε-σμά-σασθε
- ε-σμά-σαντο
Υποτακτική
- σμά-σωμαι
- σμά-ση
- σμά-σηται
- σμα-σώμεθα
- σμά-σησθε
- σμά-σωνται
Ευκτική
- σμα-σαίμην
- σμά-σαιο
- σμά-σαιτο
- σμα-σαίμεθα
- σμά-σαισθε
- σμά-σαιντο
Προστακτική
- σμά-σαι
- σμα-σάσθω
- σμα-σάσθων
Απαρέμφατο
- σμά-σασθαι
Μετοχή
- σμα-σάμενος
- σμα-σαμένη
- σμα-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-σμάσ-μην
- έ-σμα-σο
- έ-σμασ-το
- ε-σμάσ-μεθα
- έ-σμασ-θε
- ε-σμασ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- ε-σμασ-μένος ώ
- ε-σμασ-μένη ής
- ε-σμασ-μένον ή
- ε-σμασ-μένοι ώμεν
- ε-σμασ-μέναι ήτε
- ε-σμασ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- ε-σμασ-μένος είην
- ε-σμασ-μένη είης
- ε-σμασ-μένον είη
- ε-σμασ-μένοι είμεν
- ε-σμασ-μέναι είτε
- ε-σμασ-μένα είεν
Προστακτική
- έ-σμα-σο
- ε-σμά-σθω
- ε-σμά-σθων
Απαρέμφατο
- ε-σμά-σθαι
Μετοχή
- ε-σμασ-μένος
- ε-σμασ-μένη
- ε-σμασ-μένον