ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κοιμάω
- κοιμ-άς
- κοιμ-ά
- κοιμ-ώμεν
- κοιμ-άτε
- κοιμ-ώσιν
Υποτακτική
- κοιμ-άω(-ώ)
- κοιμ-άς
- κοιμ-ά
- κοιμ-ώμεν
- κοιμ-άτε
- κοιμ-ώσιν
Ευκτική
- κοιμ-ώην
- κοιμ-ώης
- κοιμ-ώη
- κοιμ-ώντων
- κοιμ-ώτε
- κοιμ-ώεν
Προστακτική
- κοίμ-α
- κοιμ-άτω
- κοιμ-άτε
Απαρέμφατο
- κοιμ-άν
Μετοχή
- κοιμ-ών
- κοιμ-ώσα
- κοιμ-ών
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-κοίμ-ων
- ε-κοίμ-ας
- ε-κοίμ-α
- ε-κοιμ-ώμεν
- ε-κοιμ-άτε
- ε-κοίμ-ων
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- κοιμή-σω
- κοιμή-σεις
- κοιμή-σει
- κοιμή-σομεν
- κοιμή-σετε
- κοιμή-σουσι(ν)
Ευκτική
- κοιμή-σοιμι
- κοιμή-σοις
- κοιμή-σοι
- κοιμή-σοιμεν
- κοιμή-σοιτε
- κοιμή-σοιεν
Απαρέμφατο
- κοιμή-σειν
Μετοχή
- κοιμή-σων
- κοιμή-σουσα
- κοιμή-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-κοίμη-σα
- ε-κοίμη-σας
- ε-κοίμη-σε(ν)
- ε-κοιμή-σαμεν
- ε-κοιμή-σατε
- ε-κοίμη-σαν
Υποτακτική
- κοιμή-σω
- κοιμή-σης
- κοιμή-ση
- κοιμή-σωμεν
- κοιμή-σητε
- κοιμή-σωσι(ν)
Ευκτική
- κοιμή-σαιμι
- κοιμή-σαις
- κοιμή-σαι
- κοιμή-σαιμεν
- κοιμή-σαιτε
- κοιμή-σαιεν
Προστακτική
- κοίμη-σον
- κοιμη-σάτω
- κοιμη-σάντων
Απαρέμφατο
- κοίμη-σαι
Μετοχή
- κοιμή-σας
- κοιμή-σασα
- κοιμή-σαν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Υποτακτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Ευκτική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Προστακτική
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- *
- *
- *
- *
- *
- *
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- *
- *
- *
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-κοιμή-θην
- ε-κοιμή-θης
- ε-κοιμή-θη
- ε-κοιμή-θημεν
- ε-κοιμή-θητε
- ε-κοιμή-θησαν
Υποτακτική
- κοιμη-θώ
- κοιμη-θής
- κοιμη-θή
- κοιμη-θώμεν
- κοιμη-θήτε
- κοιμη-θώσι(ν)
Ευκτική
- κοιμη-θείην
- κοιμη-θείης
- κοιμη-θείη
- κοιμη-θείμεν
- κοιμη-θείτε
- κοιμη-θείεν
Προστακτική
- κοιμή-θητι
- κοιμη-θήτω
- κοιμη-θέντων
Απαρέμφατο
- κοιμη-θήναι
Μετοχή
- κοιμη-θείς
- κοιμη-θείσα
- κοιμη-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κοιμώμαι
- κοιμ-ά
- κοιμ-άται
- κοιμ-ώμεθα
- κοιμ-άσθε
- κοιμ-ώνται
Υποτακτική
- κοιμ-ώμαι
- κοιμ-ά
- κοιμ-άται
- κοιμ-ώμεθα
- κοιμ-άσθε
- κοιμ-ώνται
Ευκτική
- κοιμ-ώμην
- κοιμ-ώο
- κοιμ-ώτο
- κοιμ-ώμεθα
- κοιμ-ώσθε
- κοιμ-ώντο
Προστακτική
- κοιμ-ώ
- κοιμ-άσθω
- κοιμ-άσθων
Απαρέμφατο
- κοιμ-άσθαι
Μετοχή
- κοιμ-ώμενος
- κοιμ-ωμένη
- κοιμ-ώμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-κοιμ-ώμην
- ε-κοιμ-ώ
- ε-κοιμ-άτο
- ε-κοιμ-ώμεθα
- ε-κοιμ-άσθε
- ε-κοιμ-ώντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- κοιμη-σοίμην
- κοιμή-σοιο
- κοιμή-σοιτο
- κοιμη-σοίμεθα
- κοιμή-σοισθε
- κοιμή-σοιντο
Απαρέμφατο
- *
Μετοχή
- κοιμη-σόμενος
- κοιμη-σομένη
- κοιμη-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-κοιμη-σάμην
- ε-κοιμή-σω
- ε-κοιμή-σατο
- ε-κοιμη-σάμεθα
- ε-κοιμή-σασθε
- ε-κοιμή-σαντο
Υποτακτική
- κοιμή-σωμαι
- κοιμή-ση
- κοιμή-σηται
- κοιμη-σώμεθα
- κοιμή-σησθε
- κοιμή-σωνται
Ευκτική
- κοιμη-σαίμην
- κοιμή-σαιο
- κοιμή-σαιτο
- κοιμη-σαίμεθα
- κοιμή-σαισθε
- κοιμή-σαιντο
Προστακτική
- κοίμη-σαι
- κοιμη-σάσθω
- κοιμη-σάσθων
Απαρέμφατο
- κοιμή-σασθαι
Μετοχή
- κοιμη-σάμενος
- κοιμη-σαμένη
- κοιμη-σάμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-κε-κοιμή-μην
- ε-κε-κοίμη-σο
- ε-κε-κοίμη-το
- ε-κε-κοιμή-μεθα
- ε-κε-κοίμη-σθε
- ε-κε-κοίμη-ντο
Υποτακτική
- κε-κοιμη-μένος ώ
- κε-κοιμη-μένη ής
- κε-κοιμη-μένον ή
- κε-κοιμη-μένοι ώμεν
- κε-κοιμη-μέναι ήτε
- κε-κοιμη-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- κε-κοιμη-μένος είην
- κε-κοιμη-μένη είης
- κε-κοιμη-μένον είη
- κε-κοιμη-μένοι είμεν
- κε-κοιμη-μέναι είτε
- κε-κοιμη-μένα είεν
Προστακτική
- κε-κοίμη-σο
- κε-κοιμή-σθω
- κε-κοιμή-σθων
Απαρέμφατο
- κε-κοιμή-σθαι
Μετοχή
- κε-κοιμη-μένος
- κε-κοιμη-μένη
- κε-κοιμη-μένον