OG.png οπλίζω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οπλίζω
  • οπλίζ-εις
  • οπλίζ-ει
  • οπλίζ-ομεν
  • οπλίζ-ετε
  • οπλίζ-ουσιν

Υποτακτική

  • οπλίζ-ω
  • οπλίζ-ης
  • οπλίζ-η
  • οπλίζ-ωμεν
  • οπλίζ-ητε
  • οπλίζ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • οπλίζ-οιμι
  • οπλίζ-οις
  • οπλίζ-οι
  • οπλιζ-όντων
  • οπλίζ-οιτε
  • οπλίζ-οιεν

Προστακτική

  • όπλιζ-ε
  • οπλιζ-έτω
  • οπλίζ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • οπλίζ-ειν

Μετοχή

  • οπλίζ-ων
  • οπλίζ-ουσα
  • οπλίζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ώ-πλιζ-ον
  • ώ-πλιζ-ες
  • ώ-πλιζ-ε
  • ω-πλίζ-ομεν
  • ω-πλίζ-ετε
  • ώ-πλιζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • οπλί-σω
  • οπλί-σεις
  • οπλί-σει
  • οπλί-σομεν
  • οπλί-σετε
  • οπλί-σουσι(ν)

Ευκτική

  • οπλί-σοιμι
  • οπλί-σοις
  • οπλί-σοι
  • οπλί-σοιμεν
  • οπλί-σοιτε
  • οπλί-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • οπλί-σειν

Μετοχή

  • οπλί-σων
  • οπλί-σουσα
  • οπλί-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ώ-πλισ-α
  • ώ-πλισ-ας
  • ώ-πλισ-ε(ν)
  • ω-πλίσ-αμεν
  • ω-πλίσ-ατε
  • ώ-πλισ-αν

Υποτακτική

  • ο-πλίσ-ω
  • ο-πλίσ-ης
  • ο-πλίσ-η
  • ο-πλίσ-ωμεν
  • ο-πλίσ-ητε
  • ο-πλίσ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-πλίσ-αιμι
  • ο-πλίσ-αις
  • ο-πλίσ-αι
  • ο-πλίσ-αιμεν
  • ο-πλίσ-αιτε
  • ο-πλίσ-αιεν

Προστακτική

  • ό-πλισ-ον
  • ο-πλισ-άτω
  • ο-πλισ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ό-πλισ-αι

Μετοχή

  • ο-πλίσ-ας
  • ο-πλίσ-ασα
  • ο-πλίσ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-πλίσ-θην
  • ω-πλίσ-θης
  • ω-πλίσ-θη
  • ω-πλίσ-θημεν
  • ω-πλίσ-θητε
  • ω-πλίσ-θησαν

Υποτακτική

  • ο-πλισ-θώ
  • ο-πλισ-θής
  • ο-πλισ-θή
  • ο-πλισ-θώμεν
  • ο-πλισ-θήτε
  • ο-πλισ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-πλισ-θείην
  • ο-πλισ-θείης
  • ο-πλισ-θείη
  • ο-πλισ-θείμεν
  • ο-πλισ-θείτε
  • ο-πλισ-θείεν

Προστακτική

  • ο-πλίσ-θητι
  • ο-πλισ-θήτω
  • ο-πλισ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-πλισ-θήναι

Μετοχή

  • ο-πλισ-θείς
  • ο-πλισ-θείσα
  • ο-πλισ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οπλίζομαι
  • οπλίζ-ει
  • οπλίζ-εται
  • οπλιζ-όμεθα
  • οπλίζ-εσθε
  • οπλίζ-ονται

Υποτακτική

  • οπλίζ-ωμαι
  • οπλίζ-η
  • οπλίζ-ηται
  • οπλιζ-ώμεθα
  • οπλίζ-ησθε
  • οπλίζ-ωνται
 

Ευκτική

  • οπλιζ-οίμην
  • οπλίζ-οιο
  • οπλίζ-οιτο
  • οπλιζ-οίμεθα
  • οπλίζ-οισθε
  • οπλίζ-οιντο

Προστακτική

  • οπλίζ-ου
  • οπλιζ-έσθω
  • οπλιζ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • οπλίζ-εσθαι

Μετοχή

  • οπλιζ-όμενος
  • οπλιζ-ομένη
  • οπλιζ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-πλιζ-όμην
  • ω-πλίζ-ου
  • ω-πλίζ-ετο
  • ω-πλιζ-όμεθα
  • ω-πλίζ-εσθε
  • ω-πλίζ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • οπλι-σοίμην
  • οπλί-σοιο
  • οπλί-σοιτο
  • οπλι-σοίμεθα
  • οπλί-σοισθε
  • οπλί-σοιντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • οπλι-σόμενος
  • οπλι-σομένη
  • οπλι-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-πλι-σάμην
  • ω-πλί-σω
  • ω-πλί-σατο
  • ω-πλι-σάμεθα
  • ω-πλί-σασθε
  • ω-πλί-σαντο

Υποτακτική

  • ο-πλίσ-ωμαι
  • ο-πλίσ-η
  • ο-πλίσ-ηται
  • ο-πλισ-ώμεθα
  • ο-πλίσ-ησθε
  • ο-πλίσ-ωνται
 

Ευκτική

  • ο-πλισ-αίμην
  • ο-πλίσ-αιο
  • ο-πλίσ-αιτο
  • ο-πλισ-αίμεθα
  • ο-πλίσ-αισθε
  • ο-πλίσ-αιντο

Προστακτική

  • ό-πλισ-αι
  • ο-πλισ-άσθω
  • ο-πλισ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-πλίσ-ασθαι

Μετοχή

  • ο-πλισ-άμενος
  • ο-πλισ-αμένη
  • ο-πλισ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ω-πλίσ-μην
  • ώ-πλι-σο
  • ώ-πλισ-το
  • ω-πλίσ-μεθα
  • ώ-πλισ-θε
  • ω-πλισ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ω-πλισ-μένος ώ
  • ω-πλισ-μένη ής
  • ω-πλισ-μένον ή
  • ω-πλισ-μένοι ώμεν
  • ω-πλισ-μέναι ήτε
  • ω-πλισ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ω-πλισ-μένος είην
  • ω-πλισ-μένη είης
  • ω-πλισ-μένον είη
  • ω-πλισ-μένοι είμεν
  • ω-πλισ-μέναι είτε
  • ω-πλισ-μένα είεν

Προστακτική

  • ώ-πλι-σο
  • ω-πλί-σθω
  • ω-πλί-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ω-πλί-σθαι

Μετοχή

  • ω-πλισ-μένος
  • ω-πλισ-μένη
  • ω-πλισ-μένον