OG.png ονειδίζω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ονειδίζω
  • ονειδίζ-εις
  • ονειδίζ-ει
  • ονειδίζ-ομεν
  • ονειδίζ-ετε
  • ονειδίζ-ουσιν

Υποτακτική

  • ονειδίζ-ω
  • ονειδίζ-ης
  • ονειδίζ-η
  • ονειδίζ-ωμεν
  • ονειδίζ-ητε
  • ονειδίζ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ονειδίζ-οιμι
  • ονειδίζ-οις
  • ονειδίζ-οι
  • ονειδιζ-όντων
  • ονειδίζ-οιτε
  • ονειδίζ-οιεν

Προστακτική

  • ονείδιζ-ε
  • ονειδιζ-έτω
  • ονειδίζ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ονειδίζ-ειν

Μετοχή

  • ονειδίζ-ων
  • ονειδίζ-ουσα
  • ονειδίζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-νείδιζ-ον
  • ω-νείδιζ-ες
  • ω-νείδιζ-ε
  • ω-νειδίζ-ομεν
  • ω-νειδίζ-ετε
  • ω-νείδιζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ονειδί-σω
  • ονειδί-σεις
  • ονειδί-σει
  • ονειδί-σομεν
  • ονειδί-σετε
  • ονειδί-σουσι(ν)

Ευκτική

  • ονειδί-σοιμι
  • ονειδί-σοις
  • ονειδί-σοι
  • ονειδί-σοιμεν
  • ονειδί-σοιτε
  • ονειδί-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • ονειδί-σειν

Μετοχή

  • ονειδί-σων
  • ονειδί-σουσα
  • ονειδί-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-νείδισ-α
  • ω-νείδισ-ας
  • ω-νείδισ-ε(ν)
  • ω-νειδίσ-αμεν
  • ω-νειδίσ-ατε
  • ω-νείδισ-αν

Υποτακτική

  • ο-νειδίσ-ω
  • ο-νειδίσ-ης
  • ο-νειδίσ-η
  • ο-νειδίσ-ωμεν
  • ο-νειδίσ-ητε
  • ο-νειδίσ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ο-νειδίσ-αιμι
  • ο-νειδίσ-αις
  • ο-νειδίσ-αι
  • ο-νειδίσ-αιμεν
  • ο-νειδίσ-αιτε
  • ο-νειδίσ-αιεν

Προστακτική

  • ο-νείδισ-ον
  • ο-νειδισ-άτω
  • ο-νειδισ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-νείδισ-αι

Μετοχή

  • ο-νειδίσ-ας
  • ο-νειδίσ-ασα
  • ο-νειδίσ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ω-νείδι-κα
  • ω-νείδι-κας
  • ω-νείδι-κε(ν)
  • ω-νειδί-καμεν
  • ω-νειδί-κατε
  • ω-νειδί-κασι(ν)

Υποτακτική

  • ω-νειδί-κω
  • ω-νειδί-κης
  • ω-νειδί-κη
  • ω-νειδί-κωμεν
  • ω-νειδί-κητε
  • ω-νειδί-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ω-νειδί-κοιμι
  • ω-νειδί-κοις
  • ω-νειδί-κοι
  • ω-νειδί-κοιμεν
  • ω-νειδί-κοιτε
  • ω-νειδί-κοιεν

Προστακτική

  • ω-νείδι-κε
  • ω-νειδι-κέτω
  • ω-νειδι-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ω-νειδι-κέναι

Μετοχή

  • ω-νειδι-κώς
  • ω-νειδι-κυία
  • ω-νειδι-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-νειδί-κειν
  • ω-νειδί-κεις
  • ω-νειδί-κει
  • ω-νειδί-κειμεν
  • ω-νειδί-κειτε
  • ω-νειδί-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ονειδισ-θησοίμην
  • ονειδισ-θήσοιο
  • ονειδισ-θήσοιτο
  • ονειδισ-θησοίμεθα
  • ονειδισ-θήσοισθε
  • ονειδισ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • ονειδισ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • ονειδισ-θησόμενος
  • ονειδισ-θησομένη
  • ονειδισ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-νείδίσ-θην
  • ω-νείδίσ-θης
  • ω-νείδίσ-θη
  • ω-νείδίσ-θημεν
  • ω-νείδίσ-θητε
  • ω-νείδίσ-θησαν

Υποτακτική

  • ονειδισ-θώ
  • ονειδισ-θής
  • ονειδισ-θή
  • ονειδισ-θώμεν
  • ονειδισ-θήτε
  • ονειδισ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ονειδισ-θείην
  • ονειδισ-θείης
  • ονειδισ-θείη
  • ονειδισ-θείμεν
  • ονειδισ-θείτε
  • ονειδισ-θείεν

Προστακτική

  • ονειδίσ-θητι
  • ονειδισ-θήτω
  • ονειδισ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ονειδισ-θήναι

Μετοχή

  • ονειδισ-θείς
  • ονειδισ-θείσα
  • ονειδισ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ονειδίζομαι
  • ονειδίζ-ει
  • ονειδίζ-εται
  • ονειδιζ-όμεθα
  • ονειδίζ-εσθε
  • ονειδίζ-ονται

Υποτακτική

  • ονειδίζ-ωμαι
  • ονειδίζ-η
  • ονειδίζ-ηται
  • ονειδιζ-ώμεθα
  • ονειδίζ-ησθε
  • ονειδίζ-ωνται
 

Ευκτική

  • ονειδιζ-οίμην
  • ονειδίζ-οιο
  • ονειδίζ-οιτο
  • ονειδιζ-οίμεθα
  • ονειδίζ-οισθε
  • ονειδίζ-οιντο

Προστακτική

  • ονειδίζ-ου
  • ονειδιζ-έσθω
  • ονειδιζ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ονειδίζ-εσθαι

Μετοχή

  • ονειδιζ-όμενος
  • ονειδιζ-ομένη
  • ονειδιζ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ω-νειδιζ-όμην
  • ω-νειδίζ-ου
  • ω-νειδίζ-ετο
  • ω-νειδιζ-όμεθα
  • ω-νειδίζ-εσθε
  • ω-νειδίζ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • ονειδι-σοίμην
  • ονειδί-σοιο
  • ονειδί-σοιτο
  • ονειδι-σοίμεθα
  • ονειδί-σοισθε
  • ονειδί-σοιντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • ονειδι-σόμενος
  • ονειδι-σομένη
  • ονειδι-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ω-νειδι-σάμην
  • ω-νειδί-σω
  • ω-νειδί-σατο
  • ω-νειδι-σάμεθα
  • ω-νειδί-σασθε
  • ω-νειδί-σαντο

Υποτακτική

  • ο-νειδίσ-ωμαι
  • ο-νειδίσ-η
  • ο-νειδίσ-ηται
  • ο-νειδισ-ώμεθα
  • ο-νειδίσ-ησθε
  • ο-νειδίσ-ωνται
 

Ευκτική

  • ο-νειδισ-αίμην
  • ο-νειδίσ-αιο
  • ο-νειδίσ-αιτο
  • ο-νειδισ-αίμεθα
  • ο-νειδίσ-αισθε
  • ο-νειδίσ-αιντο

Προστακτική

  • ο-νείδισ-αι
  • ο-νειδισ-άσθω
  • ο-νειδισ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ο-νειδίσ-ασθαι

Μετοχή

  • ο-νειδισ-άμενος
  • ο-νειδισ-αμένη
  • ο-νειδισ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ω-νειδίσ-μην
  • ω-νείδι-σο
  • ω-νείδισ-το
  • ω-νειδίσ-μεθα
  • ω-νείδισ-θε
  • ω-νειδισ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ω-νειδισ-μένος ώ
  • ω-νειδισ-μένη ής
  • ω-νειδισ-μένον ή
  • ω-νειδισ-μένοι ώμεν
  • ω-νειδισ-μέναι ήτε
  • ω-νειδισ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ω-νειδισ-μένος είην
  • ω-νειδισ-μένη είης
  • ω-νειδισ-μένον είη
  • ω-νειδισ-μένοι είμεν
  • ω-νειδισ-μέναι είτε
  • ω-νειδισ-μένα είεν

Προστακτική

  • ω-νείδι-σο
  • ω-νειδί-σθω
  • ω-νειδί-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ω-νειδί-σθαι

Μετοχή

  • ω-νειδισ-μένος
  • ω-νειδισ-μένη
  • ω-νειδισ-μένον