ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- νομίζω
- νομίζ-εις
- νομίζ-ει
- νομίζ-ομεν
- νομίζ-ετε
- νομίζ-ουσιν
Υποτακτική
- νομίζ-ω
- νομίζ-ης
- νομίζ-η
- νομίζ-ωμεν
- νομίζ-ητε
- νομίζ-ωσι(ν)
Ευκτική
- νομίζ-οιμι
- νομίζ-οις
- νομίζ-οι
- νομιζ-όντων
- νομίζ-οιτε
- νομίζ-οιεν
Προστακτική
- νόμιζ-ε
- νομιζ-έτω
- νομίζ-ετε
Απαρέμφατο
- νομίζ-ειν
Μετοχή
- νομίζ-ων
- νομίζ-ουσα
- νομίζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-νόμιζ-ον
- ε-νόμιζ-ες
- ε-νόμιζ-ε
- ε-νομίζ-ομεν
- ε-νομίζ-ετε
- ε-νόμιζ-ον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- νομί-σω
- νομί-σεις
- νομί-σει
- νομί-σομεν
- νομί-σετε
- νομί-σουσι(ν)
Ευκτική
- νομί-σοιμι
- νομί-σοις
- νομί-σοι
- νομί-σοιμεν
- νομί-σοιτε
- νομί-σοιεν
Απαρέμφατο
- νομί-σειν
Μετοχή
- νομί-σων
- νομί-σουσα
- νομί-σον
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-νόμισ-α
- ε-νόμισ-ας
- ε-νόμισ-ε(ν)
- ε-νομίσ-αμεν
- ε-νομίσ-ατε
- ε-νόμισ-αν
Υποτακτική
- νομίσ-ω
- νομίσ-ης
- νομίσ-η
- νομίσ-ωμεν
- νομίσ-ητε
- νομίσ-ωσι(ν)
Ευκτική
- νομίσ-αιμι
- νομίσ-αις
- νομίσ-αι
- νομίσ-αιμεν
- νομίσ-αιτε
- νομίσ-αιεν
Προστακτική
- νόμισ-ον
- νομισ-άτω
- νομισ-άντων
Απαρέμφατο
- νόμισ-αι
Μετοχή
- νομίσ-ας
- νομίσ-ασα
- νομίσ-αν
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- νε-νόμι-κα
- νε-νόμι-κας
- νε-νόμι-κε(ν)
- νε-νομί-καμεν
- νε-νομί-κατε
- νε-νομί-κασι(ν)
Υποτακτική
- νε-νομί-κω
- νε-νομί-κης
- νε-νομί-κη
- νε-νομί-κωμεν
- νε-νομί-κητε
- νε-νομί-κωσι(ν)
Ευκτική
- νε-νομί-κοιμι
- νε-νομί-κοις
- νε-νομί-κοι
- νε-νομί-κοιμεν
- νε-νομί-κοιτε
- νε-νομί-κοιεν
Προστακτική
- νε-νόμι-κε
- νε-νομι-κέτω
- νε-νομι-κόντων
Απαρέμφατο
- νε-νομι-κέναι
Μετοχή
- νε-νομι-κώς
- νε-νομι-κυία
- νε-νομι-κός
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-νενομί-κειν
- ε-νενομί-κεις
- ε-νενομί-κει
- ε-νενομί-κειμεν
- ε-νενομί-κειτε
- ε-νενομί-κεισαν
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- νομισ-θησοίμην
- νομισ-θήσοιο
- νομισ-θήσοιτο
- νομισ-θησοίμεθα
- νομισ-θήσοισθε
- νομισ-θήσοιντο
Απαρέμφατο
- νομισ-θήσεσθαι
Μετοχή
- νομισ-θησόμενος
- νομισ-θησομένη
- νομισ-θησόμενον
ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-νομίσ-θην
- ε-νομίσ-θης
- ε-νομίσ-θη
- ε-νομίσ-θημεν
- ε-νομίσ-θητε
- ε-νομίσ-θησαν
Υποτακτική
- νομισ-θώ
- νομισ-θής
- νομισ-θή
- νομισ-θώμεν
- νομισ-θήτε
- νομισ-θώσι(ν)
Ευκτική
- νομισ-θείην
- νομισ-θείης
- νομισ-θείη
- νομισ-θείμεν
- νομισ-θείτε
- νομισ-θείεν
Προστακτική
- νομίσ-θητι
- νομισ-θήτω
- νομισ-θέντων
Απαρέμφατο
- νομισ-θήναι
Μετοχή
- νομισ-θείς
- νομισ-θείσα
- νομισ-θέν
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- νομίζομαι
- νομίζ-ει
- νομίζ-εται
- νομιζ-όμεθα
- νομίζ-εσθε
- νομίζ-ονται
Υποτακτική
- νομίζ-ωμαι
- νομίζ-η
- νομίζ-ηται
- νομιζ-ώμεθα
- νομίζ-ησθε
- νομίζ-ωνται
Ευκτική
- νομιζ-οίμην
- νομίζ-οιο
- νομίζ-οιτο
- νομιζ-οίμεθα
- νομίζ-οισθε
- νομίζ-οιντο
Προστακτική
- νομίζ-ου
- νομιζ-έσθω
- νομιζ-έσθων
Απαρέμφατο
- νομίζ-εσθαι
Μετοχή
- νομιζ-όμενος
- νομιζ-ομένη
- νομιζ-όμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Οριστική
- ε-νομιζ-όμην
- ε-νομίζ-ου
- ε-νομίζ-ετο
- ε-νομιζ-όμεθα
- ε-νομίζ-εσθε
- ε-νομίζ-οντο
ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική
- νομι-σοίμην
- νομί-σοιο
- νομί-σοιτο
- νομι-σοίμεθα
- νομί-σοισθε
- νομί-σοιντο
Απαρέμφατο
- νομ-είσθαι
Μετοχή
- νομι-σόμενος
- νομι-σομένη
- νομι-σόμενον
ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ε-νομι-σάμην
- ε-νομί-σω
- ε-νομί-σατο
- ε-νομι-σάμεθα
- ε-νομί-σασθε
- ε-νομί-σαντο
Υποτακτική
- νομίσ-ωμαι
- νομίσ-η
- νομίσ-ηται
- νομισ-ώμεθα
- νομίσ-ησθε
- νομίσ-ωνται
Ευκτική
- νομισ-αίμην
- νομίσ-αιο
- νομίσ-αιτο
- νομισ-αίμεθα
- νομίσ-αισθε
- νομίσ-αιντο
Προστακτική
- νόμισ-αι
- νομισ-άσθω
- νομισ-άσθων
Απαρέμφατο
- νομίσ-ασθαι
Μετοχή
- νομισ-άμενος
- νομισ-αμένη
- νομισ-άμενον
ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- ε-νε-νομίσ-μην
- ε-νε-νόμι-σο
- ε-νε-νόμισ-το
- ε-νε-νομίσ-μεθα
- ε-νε-νόμισ-θε
- νε-νομισ-μένοι ήσαν
Υποτακτική
- νε-νομισ-μένος ώ
- νε-νομισ-μένη ής
- νε-νομισ-μένον ή
- νε-νομισ-μένοι ώμεν
- νε-νομισ-μέναι ήτε
- νε-νομισ-μένα ώσι(ν)
Ευκτική
- νε-νομισ-μένος είην
- νε-νομισ-μένη είης
- νε-νομισ-μένον είη
- νε-νομισ-μένοι είμεν
- νε-νομισ-μέναι είτε
- νε-νομισ-μένα είεν
Προστακτική
- νε-νόμι-σο
- νε-νομί-σθω
- νε-νομί-σθων
Απαρέμφατο
- νε-νομί-σθαι
Μετοχή
- νε-νομισ-μένος
- νε-νομισ-μένη
- νε-νομισ-μένον