OG.png εικάζω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εικάζω
  • εικάζ-εις
  • εικάζ-ει
  • εικάζ-ομεν
  • εικάζ-ετε
  • εικάζ-ουσιν

Υποτακτική

  • εικάζ-ω
  • εικάζ-ης
  • εικάζ-η
  • εικάζ-ωμεν
  • εικάζ-ητε
  • εικάζ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • εικάζ-οιμι
  • εικάζ-οις
  • εικάζ-οι
  • εικαζ-όντων
  • εικάζ-οιτε
  • εικάζ-οιεν

Προστακτική

  • είκαζ-ε
  • εικαζ-έτω
  • εικάζ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • εικάζ-ειν

Μετοχή

  • εικάζ-ων
  • εικάζ-ουσα
  • εικάζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • εί-καζ-ον
  • εί-καζ-ες
  • εί-καζ-ε
  • ει-κάζ-ομεν
  • ει-κάζ-ετε
  • εί-καζ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • εικά-σω
  • εικά-σεις
  • εικά-σει
  • εικά-σομεν
  • εικά-σετε
  • εικά-σουσι(ν)

Ευκτική

  • εικά-σοιμι
  • εικά-σοις
  • εικά-σοι
  • εικά-σοιμεν
  • εικά-σοιτε
  • εικά-σοιεν
 

Απαρέμφατο

  • εικά-σειν

Μετοχή

  • εικά-σων
  • εικά-σουσα
  • εικά-σον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εί-κασ-α
  • εί-κασ-ας
  • εί-κασ-ε(ν)
  • ει-κάσ-αμεν
  • ει-κάσ-ατε
  • εί-κασ-αν

Υποτακτική

  • ει-κάσ-ω
  • ει-κάσ-ης
  • ει-κάσ-η
  • ει-κάσ-ωμεν
  • ει-κάσ-ητε
  • ει-κάσ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ει-κάσ-αιμι
  • ει-κάσ-αις
  • ει-κάσ-αι
  • ει-κάσ-αιμεν
  • ει-κάσ-αιτε
  • ει-κάσ-αιεν

Προστακτική

  • εί-κασ-ον
  • ει-κασ-άτω
  • ει-κασ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • εί-κασ-αι

Μετοχή

  • ει-κάσ-ας
  • ει-κάσ-ασα
  • ει-κάσ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • εί-κα-κα
  • εί-κα-κας
  • εί-κα-κε(ν)
  • ει-κά-καμεν
  • ει-κά-κατε
  • ει-κά-κασι(ν)

Υποτακτική

  • ει-κά-κω
  • ει-κά-κης
  • ει-κά-κη
  • ει-κά-κωμεν
  • ει-κά-κητε
  • ει-κά-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ει-κά-κοιμι
  • ει-κά-κοις
  • ει-κά-κοι
  • ει-κά-κοιμεν
  • ει-κά-κοιτε
  • ει-κά-κοιεν

Προστακτική

  • εί-κε-κε
  • ει-κα-κέτω
  • ει-κα-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ει-κα-κέναι

Μετοχή

  • ει-κα-κώς
  • ει-κα-κυία
  • ει-κα-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ει-κά-κειν
  • ει-κά-κεις
  • ει-κά-κει
  • ει-κά-κειμεν
  • ει-κά-κειτε
  • ει-κά-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • εικασ-θησοίμην
  • εικασ-θήσοιο
  • εικασ-θήσοιτο
  • εικασ-θησοίμεθα
  • εικασ-θήσοισθε
  • εικασ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • εικασ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • εικασ-θησόμενος
  • εικασ-θησομένη
  • εικασ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εί-κάσ-θην
  • εί-κάσ-θης
  • εί-κάσ-θη
  • εί-κάσ-θημεν
  • εί-κάσ-θητε
  • εί-κάσ-θησαν

Υποτακτική

  • εικασ-θώ
  • εικασ-θής
  • εικασ-θή
  • εικασ-θώμεν
  • εικασ-θήτε
  • εικασ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • εικασ-θείην
  • εικασ-θείης
  • εικασ-θείη
  • εικασ-θείμεν
  • εικασ-θείτε
  • εικασ-θείεν

Προστακτική

  • εικάσ-θητι
  • εικασ-θήτω
  • εικασ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • εικασ-θήναι

Μετοχή

  • εικασ-θείς
  • εικασ-θείσα
  • εικασ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εικάζομαι
  • εικάζ-ει
  • εικάζ-εται
  • εικαζ-όμεθα
  • εικάζ-εσθε
  • εικάζ-ονται

Υποτακτική

  • εικάζ-ωμαι
  • εικάζ-η
  • εικάζ-ηται
  • εικαζ-ώμεθα
  • εικάζ-ησθε
  • εικάζ-ωνται
 

Ευκτική

  • εικαζ-οίμην
  • εικάζ-οιο
  • εικάζ-οιτο
  • εικαζ-οίμεθα
  • εικάζ-οισθε
  • εικάζ-οιντο

Προστακτική

  • εικάζ-ου
  • εικαζ-έσθω
  • εικαζ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • εικάζ-εσθαι

Μετοχή

  • εικαζ-όμενος
  • εικαζ-ομένη
  • εικαζ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ει-καζ-όμην
  • ει-κάζ-ου
  • ει-κάζ-ετο
  • ει-καζ-όμεθα
  • ει-κάζ-εσθε
  • ει-κάζ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • εικα-σοίμην
  • εικά-σοιο
  • εικά-σοιτο
  • εικα-σοίμεθα
  • εικά-σοισθε
  • εικά-σοιντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • εικα-σόμενος
  • εικα-σομένη
  • εικα-σόμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ει-κα-σάμην
  • ει-κά-σω
  • ει-κά-σατο
  • ει-κα-σάμεθα
  • ει-κά-σασθε
  • ει-κά-σαντο

Υποτακτική

  • ει-κάσ-ωμαι
  • ει-κάσ-η
  • ει-κάσ-ηται
  • ει-κασ-ώμεθα
  • ει-κάσ-ησθε
  • ει-κάσ-ωνται
 

Ευκτική

  • ει-κασ-αίμην
  • ει-κάσ-αιο
  • ει-κάσ-αιτο
  • ει-κασ-αίμεθα
  • ει-κάσ-αισθε
  • ει-κάσ-αιντο

Προστακτική

  • εί-κασ-αι
  • ει-κασ-άσθω
  • ει-κασ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ει-κάσ-ασθαι

Μετοχή

  • ει-κασ-άμενος
  • ει-κασ-αμένη
  • ει-κασ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ει-κάσ-μην
  • εί-κα-σο
  • εί-κασ-το
  • ει-κάσ-μεθα
  • εί-κασ-θε
  • ει-κασ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ει-κασ-μένος ώ
  • ει-κασ-μένη ής
  • ει-κασ-μένον ή
  • ει-κασ-μένοι ώμεν
  • ει-κασ-μέναι ήτε
  • ει-κασ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ει-κασ-μένος είην
  • ει-κασ-μένη είης
  • ει-κασ-μένον είη
  • ει-κασ-μένοι είμεν
  • ει-κασ-μέναι είτε
  • ει-κασ-μένα είεν

Προστακτική

  • εί-κα-σο
  • ει-κά-σθω
  • ει-κά-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ει-κά-σθαι

Μετοχή

  • ει-κασ-μένος
  • ει-κασ-μένη
  • ει-κασ-μένον