OG.png σπεύδω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σπεύδω
  • σπεύδ-εις
  • σπεύδ-ει
  • σπεύδ-ομεν
  • σπεύδ-ετε
  • σπεύδ-ουσιν

Υποτακτική

  • σπεύδ-ω
  • σπεύδ-ης
  • σπεύδ-η
  • σπεύδ-ωμεν
  • σπεύδ-ητε
  • σπεύδ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σπεύδ-οιμι
  • σπεύδ-οις
  • σπεύδ-οι
  • σπευδ-όντων
  • σπεύδ-οιτε
  • σπεύδ-οιεν

Προστακτική

  • σπεύδ-ε
  • σπευδ-έτω
  • σπεύδ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σπεύδ-ειν

Μετοχή

  • σπεύδ-ων
  • σπεύδ-ουσα
  • σπεύδ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-σπευδ-ον
  • έ-σπευδ-ες
  • έ-σπευδ-ε
  • ε-σπεύδ-ομεν
  • ε-σπεύδ-ετε
  • έ-σπευδ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σπεύσ-ω
  • σπεύσ-εις
  • σπεύσ-ει
  • σπεύσ-ομεν
  • σπεύσ-ετε
  • σπεύσ-ουσι(ν)

Ευκτική

  • σπεύσ-οιμι
  • σπεύσ-οις
  • σπεύσ-οι
  • σπεύσ-οιμεν
  • σπεύσ-οιτε
  • σπεύσ-οιεν
 

Απαρέμφατο

  • σπεύσ-ειν

Μετοχή

  • σπεύσ-ων
  • σπεύσ-ουσα
  • σπεύσ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έ-σπευσ-α
  • έ-σπευσ-ας
  • έ-σπευσ-ε(ν)
  • ε-σπεύσ-αμεν
  • ε-σπεύσ-ατε
  • έ-σπευσ-αν

Υποτακτική

  • σπεύσ-ω
  • σπεύσ-ης
  • σπεύσ-η
  • σπεύσ-ωμεν
  • σπεύσ-ητε
  • σπεύσ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • σπεύσ-αιμι
  • σπεύσ-αις
  • σπεύσ-αι
  • σπεύσ-αιμεν
  • σπεύσ-αιτε
  • σπεύσ-αιεν

Προστακτική

  • σπεύσ-ον
  • σπευσ-άτω
  • σπευσ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σπεύσ-αι

Μετοχή

  • σπεύσ-ας
  • σπεύσ-ασα
  • σπεύσ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έ-σπευ-κα
  • έ-σπευ-κας
  • έ-σπευ-κε(ν)
  • ε-σπεύ-καμεν
  • ε-σπεύ-κατε
  • ε-σπεύ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • ε-σπεύ-κω
  • ε-σπεύ-κης
  • ε-σπεύ-κη
  • ε-σπεύ-κωμεν
  • ε-σπεύ-κητε
  • ε-σπεύ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • ε-σπεύ-κοιμι
  • ε-σπεύ-κοις
  • ε-σπεύ-κοι
  • ε-σπεύ-κοιμεν
  • ε-σπεύ-κοιτε
  • ε-σπεύ-κοιεν

Προστακτική

  • έ-σπευ-κε
  • ε-σπευ-κέτω
  • ε-σπευ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ε-σπευ-κέναι

Μετοχή

  • ε-σπευ-κώς
  • ε-σπευ-κυία
  • ε-σπευ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σπεύ-κειν
  • ε-σπεύ-κεις
  • ε-σπεύ-κει
  • ε-σπεύ-κειμεν
  • ε-σπεύ-κειτε
  • ε-σπεύ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σπεύδομαι
  • σπεύδ-ει
  • σπεύδ-εται
  • σπευδ-όμεθα
  • σπεύδ-εσθε
  • σπεύδ-ονται

Υποτακτική

  • σπεύδ-ωμαι
  • σπεύδ-η
  • σπεύδ-ηται
  • σπευδ-ώμεθα
  • σπεύδ-ησθε
  • σπεύδ-ωνται
 

Ευκτική

  • σπευδ-οίμην
  • σπεύδ-οιο
  • σπεύδ-οιτο
  • σπευδ-οίμεθα
  • σπεύδ-οισθε
  • σπεύδ-οιντο

Προστακτική

  • σπεύδ-ου
  • σπευδ-έσθω
  • σπευδ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σπεύδ-εσθαι

Μετοχή

  • σπευδ-όμενος
  • σπευδ-ομένη
  • σπευδ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-σπευδ-όμην
  • ε-σπεύδ-ου
  • ε-σπεύδ-ετο
  • ε-σπευδ-όμεθα
  • ε-σπεύδ-εσθε
  • ε-σπεύδ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • σπευσ-οίμην
  • σπεύσ-οιο
  • σπεύσ-οιτο
  • σπευσ-οίμεθα
  • σπεύσ-οισθε
  • σπεύσ-οιντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • σπευσ-όμενος
  • σπευσ-ομένη
  • σπευσ-όμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-σπευσ-άμην
  • ε-σπεύσ-ω
  • ε-σπεύσ-ατο
  • ε-σπευσ-άμεθα
  • ε-σπεύσ-ασθε
  • ε-σπεύσ-αντο

Υποτακτική

  • σπεύσ-ωμαι
  • σπεύσ-η
  • σπεύσ-ηται
  • σπευσ-ώμεθα
  • σπεύσ-ησθε
  • σπεύσ-ωνται
 

Ευκτική

  • σπευσ-αίμην
  • σπεύσ-αιο
  • σπεύσ-αιτο
  • σπευσ-αίμεθα
  • σπεύσ-αισθε
  • σπεύσ-αιντο

Προστακτική

  • σπεύσ-αι
  • σπευσ-άσθω
  • σπευσ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • σπεύσ-ασθαι

Μετοχή

  • σπευσ-άμενος
  • σπευσ-αμένη
  • σπευσ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-σπεύσ-μην
  • έ-σπευ-σο
  • έ-σπευσ-το
  • ε-σπεύσ-μεθα
  • έ-σπευσ-θε
  • ε-σπευσ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • ε-σπευσ-μένος ώ
  • ε-σπευσ-μένη ής
  • ε-σπευσ-μένον ή
  • ε-σπευσ-μένοι ώμεν
  • ε-σπευσ-μέναι ήτε
  • ε-σπευσ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • ε-σπευσ-μένος είην
  • ε-σπευσ-μένη είης
  • ε-σπευσ-μένον είη
  • ε-σπευσ-μένοι είμεν
  • ε-σπευσ-μέναι είτε
  • ε-σπευσ-μένα είεν

Προστακτική

  • έ-σπευ-σο
  • ε-σπεύ-σθω
  • ε-σπεύ-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • ε-σπεύ-σθαι

Μετοχή

  • ε-σπευσ-μένος
  • ε-σπευσ-μένη
  • ε-σπευσ-μένον