OG.png πραύνω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πραύνω
  • πραύν-εις
  • πραύν-ει
  • πραύν-ομεν
  • πραύν-ετε
  • πραύν-ουσιν

Υποτακτική

  • πραύν-ω
  • πραύν-ης
  • πραύν-η
  • πραύν-ωμεν
  • πραύν-ητε
  • πραύν-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πραύν-οιμι
  • πραύν-οις
  • πραύν-οι
  • πραυν-όντων
  • πραύν-οιτε
  • πραύν-οιεν

Προστακτική

  • πραύν-ε
  • πραυν-έτω
  • πραύν-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πραύν-ειν

Μετοχή

  • πραύν-ων
  • πραύν-ουσα
  • πραύν-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • έ-πραυν-ον
  • έ-πραυν-ες
  • έ-πραυν-ε
  • ε-πραύν-ομεν
  • ε-πραύν-ετε
  • έ-πραυν-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πραϋν-ώ
  • πραϋν-είς
  • πραϋν-εί
  • πραϋν-ούμεν
  • πραϋν-είτε
  • πραϋν-ούσι(ν)

Ευκτική

  • πραϋν-οίην
  • πραϋν-οίης
  • πραϋν-οίη
  • πραϋν-οίμεν
  • πραϋν-οίτε
  • πραϋν-οίεν
 

Απαρέμφατο

  • πραϋν-είν

Μετοχή

  • πραϋν-ών
  • πραϋν-ούσα
  • πραϋν-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πράυν-α
  • ε-πράυν-ας
  • ε-πράυν-ε(ν)
  • ε-πραύν-αμεν
  • ε-πραύν-ατε
  • ε-πράυν-αν

Υποτακτική

  • πραύν-ω
  • πραύν-ης
  • πραύν-η
  • πραύν-ωμεν
  • πραύν-ητε
  • πραύν-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • πραύν-αιμι
  • πραύν-αις
  • πραύν-αι
  • πραύν-αιμεν
  • πραύν-αιτε
  • πραύν-αιεν

Προστακτική

  • πραύν-ον
  • πραυν-άτω
  • πραυν-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πραύν-αι

Μετοχή

  • πραύν-ας
  • πραύν-ασα
  • πραύν-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Υποτακτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
 

Ευκτική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

Προστακτική

  • *
  • *
  • *
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • *

Μετοχή

  • *
  • *
  • *

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • *
  • *
  • *
  • *
  • *
  • *

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πραυν-θησοίμην
  • πραυν-θήσοιο
  • πραυν-θήσοιτο
  • πραυν-θησοίμεθα
  • πραυν-θήσοισθε
  • πραυν-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • πραυν-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πραυν-θησόμενος
  • πραυν-θησομένη
  • πραυν-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πραύν-θην
  • ε-πραύν-θης
  • ε-πραύν-θη
  • ε-πραύν-θημεν
  • ε-πραύν-θητε
  • ε-πραύν-θησαν

Υποτακτική

  • πραυν-θώ
  • πραυν-θής
  • πραυν-θή
  • πραυν-θώμεν
  • πραυν-θήτε
  • πραυν-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πραυν-θείην
  • πραυν-θείης
  • πραυν-θείη
  • πραυν-θείμεν
  • πραυν-θείτε
  • πραυν-θείεν

Προστακτική

  • πραύν-θητι
  • πραυν-θήτω
  • πραυν-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πραυν-θήναι

Μετοχή

  • πραυν-θείς
  • πραυν-θείσα
  • πραυν-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πραύνομαι
  • πραύν-ει
  • πραύν-εται
  • πραυν-όμεθα
  • πραύν-εσθε
  • πραύν-ονται

Υποτακτική

  • πραύν-ωμαι
  • πραύν-η
  • πραύν-ηται
  • πραυν-ώμεθα
  • πραύν-ησθε
  • πραύν-ωνται
 

Ευκτική

  • πραυν-οίμην
  • πραύν-οιο
  • πραύν-οιτο
  • πραυν-οίμεθα
  • πραύν-οισθε
  • πραύν-οιντο

Προστακτική

  • πραύν-ου
  • πραυν-έσθω
  • πραυν-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πραύν-εσθαι

Μετοχή

  • πραυν-όμενος
  • πραυν-ομένη
  • πραυν-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ε-πραυν-όμην
  • ε-πραύν-ου
  • ε-πραύν-ετο
  • ε-πραυν-όμεθα
  • ε-πραύν-εσθε
  • ε-πραύν-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • πραϋν-οίμην
  • πραϋν-οίο
  • πραϋν-οίτο
  • πραϋν-οίμεθα
  • πραϋν-οίσθε
  • πραϋν-οίντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • πραϋν-ούμενος
  • πραϋν-ουμένη
  • πραϋν-ούμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ε-πραυν-άμην
  • ε-πραύν-ω
  • ε-πραύν-ατο
  • ε-πραυν-άμεθα
  • ε-πραύν-ασθε
  • ε-πραύν-αντο

Υποτακτική

  • πραύν-ωμαι
  • πραύν-η
  • πραύν-ηται
  • πραυν-ώμεθα
  • πραύν-ησθε
  • πραύν-ωνται
 

Ευκτική

  • πραυν-αίμην
  • πραύν-αιο
  • πραύν-αιτο
  • πραυν-αίμεθα
  • πραύν-αισθε
  • πραύν-αιντο

Προστακτική

  • πραύν-αι
  • πραυν-άσθω
  • πραυν-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πραύν-ασθαι

Μετοχή

  • πραυν-άμενος
  • πραυν-αμένη
  • πραυν-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ε-πε-πραύσ-μην
  • ε-πέ-πραυ-σο
  • ε-πέ-πραυσ-το
  • ε-πε-πραύσ-μεθα
  • ε-πέ-πραυσ-θε
  • πε-πραυσ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • πε-πραυσ-μένος ώ
  • πε-πραυσ-μένη ής
  • πε-πραυσ-μένον ή
  • πε-πραυσ-μένοι ώμεν
  • πε-πραυσ-μέναι ήτε
  • πε-πραυσ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • πε-πραυσ-μένος είην
  • πε-πραυσ-μένη είης
  • πε-πραυσ-μένον είη
  • πε-πραυσ-μένοι είμεν
  • πε-πραυσ-μέναι είτε
  • πε-πραυσ-μένα είεν

Προστακτική

  • πε-πράυ-σο
  • πε-πραύ-σθω
  • πε-πραύ-σθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • πε-πραύ-σθαι

Μετοχή

  • πε-πραυσ-μένος
  • πε-πραυσ-μένη
  • πε-πραυσ-μένον