OG.png αισχύνω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αισχύνω
  • αισχύν-εις
  • αισχύν-ει
  • αισχύν-ομεν
  • αισχύν-ετε
  • αισχύν-ουσιν

Υποτακτική

  • αισχύν-ω
  • αισχύν-ης
  • αισχύν-η
  • αισχύν-ωμεν
  • αισχύν-ητε
  • αισχύν-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • αισχύν-οιμι
  • αισχύν-οις
  • αισχύν-οι
  • αισχυν-όντων
  • αισχύν-οιτε
  • αισχύν-οιεν

Προστακτική

  • αίσχυν-ε
  • αισχυν-έτω
  • αισχύν-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αισχύν-ειν

Μετοχή

  • αισχύν-ων
  • αισχύν-ουσα
  • αισχύν-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ή-σχυν-ον
  • ή-σχυν-ες
  • ή-σχυν-ε
  • η-σχύν-ομεν
  • η-σχύν-ετε
  • ή-σχυν-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αισχυν-ώ
  • αισχυν-είς
  • αισχυν-εί
  • αισχυν-ούμεν
  • αισχυν-είτε
  • αισχυν-ούσι(ν)

Ευκτική

  • αισχυν-οίην
  • αισχυν-οίης
  • αισχυν-οίη
  • αισχυν-οίμεν
  • αισχυν-οίτε
  • αισχυν-οίεν
 

Απαρέμφατο

  • αισχυν-είν

Μετοχή

  • αισχυν-ών
  • αισχυν-ούσα
  • αισχυν-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ή-σχυν-α
  • ή-σχυν-ας
  • ή-σχυν-ε(ν)
  • η-σχύν-αμεν
  • η-σχύν-ατε
  • ή-σχυν-αν

Υποτακτική

  • αι-σχύν-ω
  • αι-σχύν-ης
  • αι-σχύν-η
  • αι-σχύν-ωμεν
  • αι-σχύν-ητε
  • αι-σχύν-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • αι-σχύν-αιμι
  • αι-σχύν-αις
  • αι-σχύν-αι
  • αι-σχύν-αιμεν
  • αι-σχύν-αιτε
  • αι-σχύν-αιεν

Προστακτική

  • αι-σχύν-ον
  • αι-σχυν-άτω
  • αι-σχυν-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αι-σχύν-αι

Μετοχή

  • αι-σχύν-ας
  • αι-σχύν-ασα
  • αι-σχύν-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ή-σχυ-κα
  • ή-σχυ-κας
  • ή-σχυ-κε(ν)
  • η-σχύ-καμεν
  • η-σχύ-κατε
  • η-σχύ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • η-σχύ-κω
  • η-σχύ-κης
  • η-σχύ-κη
  • η-σχύ-κωμεν
  • η-σχύ-κητε
  • η-σχύ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • η-σχύ-κοιμι
  • η-σχύ-κοις
  • η-σχύ-κοι
  • η-σχύ-κοιμεν
  • η-σχύ-κοιτε
  • η-σχύ-κοιεν

Προστακτική

  • ή-σχυ-κε
  • η-σχυ-κέτω
  • η-σχυ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • η-σχυ-κέναι

Μετοχή

  • η-σχυ-κώς
  • η-σχυ-κυία
  • η-σχυ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • η-σχύ-κειν
  • η-σχύ-κεις
  • η-σχύ-κει
  • η-σχύ-κειμεν
  • η-σχύ-κειτε
  • η-σχύ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αισχυν-θησοίμην
  • αισχυν-θήσοιο
  • αισχυν-θήσοιτο
  • αισχυν-θησοίμεθα
  • αισχυν-θήσοισθε
  • αισχυν-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • αισχυν-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • αισχυν-θησόμενος
  • αισχυν-θησομένη
  • αισχυν-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • η-σχύν-θην
  • η-σχύν-θης
  • η-σχύν-θη
  • η-σχύν-θημεν
  • η-σχύν-θητε
  • η-σχύν-θησαν

Υποτακτική

  • αισχυν-θώ
  • αισχυν-θής
  • αισχυν-θή
  • αισχυν-θώμεν
  • αισχυν-θήτε
  • αισχυν-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • αισχυν-θείην
  • αισχυν-θείης
  • αισχυν-θείη
  • αισχυν-θείμεν
  • αισχυν-θείτε
  • αισχυν-θείεν

Προστακτική

  • αισχύν-θητι
  • αισχυν-θήτω
  • αισχυν-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αισχυν-θήναι

Μετοχή

  • αισχυν-θείς
  • αισχυν-θείσα
  • αισχυν-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αισχύνομαι
  • αισχύν-ει
  • αισχύν-εται
  • αισχυν-όμεθα
  • αισχύν-εσθε
  • αισχύν-ονται

Υποτακτική

  • αισχύν-ωμαι
  • αισχύν-η
  • αισχύν-ηται
  • αισχυν-ώμεθα
  • αισχύν-ησθε
  • αισχύν-ωνται
 

Ευκτική

  • αισχυν-οίμην
  • αισχύν-οιο
  • αισχύν-οιτο
  • αισχυν-οίμεθα
  • αισχύν-οισθε
  • αισχύν-οιντο

Προστακτική

  • αισχύν-ου
  • αισχυν-έσθω
  • αισχυν-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αισχύν-εσθαι

Μετοχή

  • αισχυν-όμενος
  • αισχυν-ομένη
  • αισχυν-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • η-σχυν-όμην
  • η-σχύν-ου
  • η-σχύν-ετο
  • η-σχυν-όμεθα
  • η-σχύν-εσθε
  • η-σχύν-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αισχυν-οίμην
  • αισχυν-οίο
  • αισχυν-οίτο
  • αισχυν-οίμεθα
  • αισχυν-οίσθε
  • αισχυν-οίντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • αισχυν-ούμενος
  • αισχυν-ουμένη
  • αισχυν-ούμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • η-σχυν-άμην
  • η-σχύν-ω
  • η-σχύν-ατο
  • η-σχυν-άμεθα
  • η-σχύν-ασθε
  • η-σχύν-αντο

Υποτακτική

  • αι-σχύν-ωμαι
  • αι-σχύν-η
  • αι-σχύν-ηται
  • αι-σχυν-ώμεθα
  • αι-σχύν-ησθε
  • αι-σχύν-ωνται
 

Ευκτική

  • αι-σχυν-αίμην
  • αι-σχύν-αιο
  • αι-σχύν-αιτο
  • αι-σχυν-αίμεθα
  • αι-σχύν-αισθε
  • αι-σχύν-αιντο

Προστακτική

  • αι-σχύν-αι
  • αι-σχυν-άσθω
  • αι-σχυν-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αι-σχύν-ασθαι

Μετοχή

  • αι-σχυν-άμενος
  • αι-σχυν-αμένη
  • αι-σχυν-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • η-σχύμ-μην
  • ή-σχυν-σο
  • ή-σχυν-το
  • η-σχύμ-μεθα
  • ή-σχυν-θε
  • η-σχυμ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • η-σχυμ-μένος ώ
  • η-σχυμ-μένη ής
  • η-σχυμ-μένον ή
  • η-σχυμ-μένοι ώμεν
  • η-σχυμ-μέναι ήτε
  • η-σχυμ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • η-σχυμ-μένος είην
  • η-σχυμ-μένη είης
  • η-σχυμ-μένον είη
  • η-σχυμ-μένοι είμεν
  • η-σχυμ-μέναι είτε
  • η-σχυμ-μένα είεν

Προστακτική

  • ή-σχυν-σο
  • η-σχύν-θω
  • η-σχύν-θων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • η-σχύν-θαι

Μετοχή

  • η-σχυμ-μένος
  • η-σχυμ-μένη
  • η-σχυμ-μένον