OG.png αγγέλλω

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αγγέλλω
  • αγγέλλ-εις
  • αγγέλλ-ει
  • αγγέλλ-ομεν
  • αγγέλλ-ετε
  • αγγέλλ-ουσιν

Υποτακτική

  • αγγέλλ-ω
  • αγγέλλ-ης
  • αγγέλλ-η
  • αγγέλλ-ωμεν
  • αγγέλλ-ητε
  • αγγέλλ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • αγγέλλ-οιμι
  • αγγέλλ-οις
  • αγγέλλ-οι
  • αγγελλ-όντων
  • αγγέλλ-οιτε
  • αγγέλλ-οιεν

Προστακτική

  • άγγελλ-ε
  • αγγελλ-έτω
  • αγγέλλ-ετε
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αγγέλλ-ειν

Μετοχή

  • αγγέλλ-ων
  • αγγέλλ-ουσα
  • αγγέλλ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • ή-γγελλ-ον
  • ή-γγελλ-ες
  • ή-γγελλ-ε
  • η-γγέλλ-ομεν
  • η-γγέλλ-ετε
  • ή-γγελλ-ον

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αγγελ-ώ
  • αγγελ-είς
  • αγγελ-εί
  • αγγελ-ούμεν
  • αγγελ-είτε
  • αγγελ-ούσι(ν)

Ευκτική

  • αγγελ-οίην
  • αγγελ-οίης
  • αγγελ-οίη
  • αγγελ-οίμεν
  • αγγελ-οίτε
  • αγγελ-οίεν
 

Απαρέμφατο

  • αγγελ-είν

Μετοχή

  • αγγελ-ών
  • αγγελ-ούσα
  • αγγελ-ούν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ή-γγειλ-α
  • ή-γγειλ-ας
  • ή-γγειλ-ε(ν)
  • η-γγείλ-αμεν
  • η-γγείλ-ατε
  • ή-γγειλ-αν

Υποτακτική

  • α-γγείλ-ω
  • α-γγείλ-ης
  • α-γγείλ-η
  • α-γγείλ-ωμεν
  • α-γγείλ-ητε
  • α-γγείλ-ωσι(ν)
 

Ευκτική

  • α-γγείλ-αιμι
  • α-γγείλ-αις
  • α-γγείλ-αι
  • α-γγείλ-αιμεν
  • α-γγείλ-αιτε
  • α-γγείλ-αιεν

Προστακτική

  • α-γγείλ-ον
  • α-γγειλ-άτω
  • α-γγειλ-άντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • α-γγείλ-αι

Μετοχή

  • α-γγείλ-ας
  • α-γγείλ-ασα
  • α-γγείλ-αν

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • ή-γγελ-κα
  • ή-γγελ-κας
  • ή-γγελ-κε(ν)
  • η-γγέλ-καμεν
  • η-γγέλ-κατε
  • η-γγέλ-κασι(ν)

Υποτακτική

  • η-γγέλ-κω
  • η-γγέλ-κης
  • η-γγέλ-κη
  • η-γγέλ-κωμεν
  • η-γγέλ-κητε
  • η-γγέλ-κωσι(ν)
 

Ευκτική

  • η-γγέλ-κοιμι
  • η-γγέλ-κοις
  • η-γγέλ-κοι
  • η-γγέλ-κοιμεν
  • η-γγέλ-κοιτε
  • η-γγέλ-κοιεν

Προστακτική

  • ή-γγελ-κε
  • η-γγελ-κέτω
  • η-γγελ-κόντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • η-γγελ-κέναι

Μετοχή

  • η-γγελ-κώς
  • η-γγελ-κυία
  • η-γγελ-κός

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

  • η-γγέλ-κειν
  • η-γγέλ-κεις
  • η-γγέλ-κει
  • η-γγέλ-κειμεν
  • η-γγέλ-κειτε
  • η-γγέλ-κεισαν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αγγελ-θησοίμην
  • αγγελ-θήσοιο
  • αγγελ-θήσοιτο
  • αγγελ-θησοίμεθα
  • αγγελ-θήσοισθε
  • αγγελ-θήσοιντο

Απαρέμφατο

  • αγγελ-θήσεσθαι
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • αγγελ-θησόμενος
  • αγγελ-θησομένη
  • αγγελ-θησόμενον

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • η-γγέλ-θην
  • η-γγέλ-θης
  • η-γγέλ-θη
  • η-γγέλ-θημεν
  • η-γγέλ-θητε
  • η-γγέλ-θησαν

Υποτακτική

  • αγγελ-θώ
  • αγγελ-θής
  • αγγελ-θή
  • αγγελ-θώμεν
  • αγγελ-θήτε
  • αγγελ-θώσι(ν)
 

Ευκτική

  • αγγελ-θείην
  • αγγελ-θείης
  • αγγελ-θείη
  • αγγελ-θείμεν
  • αγγελ-θείτε
  • αγγελ-θείεν

Προστακτική

  • αγγέλ-θητι
  • αγγελ-θήτω
  • αγγελ-θέντων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αγγελ-θήναι

Μετοχή

  • αγγελ-θείς
  • αγγελ-θείσα
  • αγγελ-θέν

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αγγέλλομαι
  • αγγέλλ-ει
  • αγγέλλ-εται
  • αγγελλ-όμεθα
  • αγγέλλ-εσθε
  • αγγέλλ-ονται

Υποτακτική

  • αγγέλλ-ωμαι
  • αγγέλλ-η
  • αγγέλλ-ηται
  • αγγελλ-ώμεθα
  • αγγέλλ-ησθε
  • αγγέλλ-ωνται
 

Ευκτική

  • αγγελλ-οίμην
  • αγγέλλ-οιο
  • αγγέλλ-οιτο
  • αγγελλ-οίμεθα
  • αγγέλλ-οισθε
  • αγγέλλ-οιντο

Προστακτική

  • αγγέλλ-ου
  • αγγελλ-έσθω
  • αγγελλ-έσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • αγγέλλ-εσθαι

Μετοχή

  • αγγελλ-όμενος
  • αγγελλ-ομένη
  • αγγελλ-όμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

Οριστική

  • η-γγελλ-όμην
  • η-γγέλλ-ου
  • η-γγέλλ-ετο
  • η-γγελλ-όμεθα
  • η-γγέλλ-εσθε
  • η-γγέλλ-οντο

ΜΕΣΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική

  • αγγελ-οίμην
  • αγγελ-οίο
  • αγγελ-οίτο
  • αγγελ-οίμεθα
  • αγγελ-οίσθε
  • αγγελ-οίντο

Απαρέμφατο

  • *
  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
 

Μετοχή

  • αγγελ-ούμενος
  • αγγελ-ουμένη
  • αγγελ-ούμενον

ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • η-γγελ-άμην
  • η-γγέλ-ω
  • η-γγέλ-ατο
  • η-γγελ-άμεθα
  • η-γγέλ-ασθε
  • η-γγέλ-αντο

Υποτακτική

  • α-γγείλ-ωμαι
  • α-γγείλ-η
  • α-γγείλ-ηται
  • α-γγειλ-ώμεθα
  • α-γγείλ-ησθε
  • α-γγείλ-ωνται
 

Ευκτική

  • α-γγειλ-αίμην
  • α-γγείλ-αιο
  • α-γγείλ-αιτο
  • α-γγειλ-αίμεθα
  • α-γγείλ-αισθε
  • α-γγείλ-αιντο

Προστακτική

  • α-γγείλ-αι
  • α-γγειλ-άσθω
  • α-γγειλ-άσθων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • α-γγείλ-ασθαι

Μετοχή

  • α-γγειλ-άμενος
  • α-γγειλ-αμένη
  • α-γγειλ-άμενον

ΜΕΣΟ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • η-γγέλ-μην
  • ή-γγελ-σο
  • ή-γγελ-το
  • η-γγέλ-μεθα
  • ή-γγελ-θε
  • η-γγελ-μένοι ήσαν

Υποτακτική

  • η-γγελ-μένος ώ
  • η-γγελ-μένη ής
  • η-γγελ-μένον ή
  • η-γγελ-μένοι ώμεν
  • η-γγελ-μέναι ήτε
  • η-γγελ-μένα ώσι(ν)
 

Ευκτική

  • η-γγελ-μένος είην
  • η-γγελ-μένη είης
  • η-γγελ-μένον είη
  • η-γγελ-μένοι είμεν
  • η-γγελ-μέναι είτε
  • η-γγελ-μένα είεν

Προστακτική

  • ή-γγελ-σο
  • η-γγέλ-θω
  • η-γγέλ-θων
  •  
  •  
  •  
 

Απαρέμφατο

  • η-γγέλ-θαι

Μετοχή

  • η-γγελ-μένος
  • η-γγελ-μένη
  • η-γγελ-μένον