EL.png μετατρέπω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μετατρέπω
  • μετατρέπεις
  • μετατρέπει
  • μετατρέπουμε
  • μετατρέπετε
  • μετατρέπουν

Υποτακτική

  • νά μετατρέπω
  • νά μετατρέπεις
  • νά μετατρέπει
  • νά μετατρέπουμε
  • νά μετατρέπετε
  • νά μετατρέπουν
 

Προστακτική

  • μετέτρεπε
  • μετατρέπετε

Μετοχή

  • μετατρέποντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μετέτρεπα
  • μετέτρεπες
  • μετέτρεπε
  • μετατρέπαμε
  • μετατρέπατε
  • μετέτρεπαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μετατρέπω
  • θά μετατρέπεις
  • θά μετατρέπει
  • θά μετατρέπουμε
  • θά μετατρέπετε
  • θά μετατρέπουν

Στιγμιαίος

  • θά μετατρέψω
  • θά μετατρέψεις
  • θά μετατρέψει
  • θά μετατρέψουμε
  • θά μετατρέψετε
  • θά μετατρέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μετέτρεψα
  • μετέτρεψες
  • μετέτρεψε
  • μετατρέψαμε
  • μετατρέψατε
  • μετέτρεψαν

Υποτακτική

  • νά μετατρέψω
  • νά μετατρέψεις
  • νά μετατρέψει
  • νά μετατρέψουμε
  • νά μετατρέψετε
  • νά μετατρέψουν
 

Προστακτική

  • μετέτρεψε
  • μετατρέψτε

Απαρέμφατο

  • μετατρέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μετατρέψει
  • έχεις μετατρέψει
  • έχει μετατρέψει
  • έχουμε μετατρέψει
  • έχετε μετατρέψει
  • έχουν μετατρέψει

Υποτακτική

  • νά έχω μετατρέψει
  • νά έχεις μετατρέψει
  • νά έχει μετατρέψει
  • νά έχουμε μετατρέψει
  • νά έχετε μετατρέψει
  • νά έχουν μετατρέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μετατρέψει
  • είχες μετατρέψει
  • είχε μετατρέψει
  • είχαμε μετατρέψει
  • είχατε μετατρέψει
  • είχαν μετατρέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μετατρέψει
  • θά έχεις μετατρέψει
  • θά έχει μετατρέψει
  • θά έχουμε μετατρέψει
  • θά έχετε μετατρέψει
  • θά έχουν μετατρέψει