EL.png παρακάμπτω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παρακάμπτω
  • παρακάμπτεις
  • παρακάμπτει
  • παρακάμπτουμε
  • παρακάμπτετε
  • παρακάμπτουν

Υποτακτική

  • νά παρακάμπτω
  • νά παρακάμπτεις
  • νά παρακάμπτει
  • νά παρακάμπτουμε
  • νά παρακάμπτετε
  • νά παρακάμπτουν
 

Προστακτική

  • παράκαμπτε
  • παρακάμπτετε

Μετοχή

  • παρακάμπτοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παρέκαμπτα
  • παρέκαμπτες
  • παρέκαμπτε
  • παρακάμπταμε
  • παρακάμπτατε
  • παρέκαμπταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παρακάμπτω
  • θά παρακάμπτεις
  • θά παρακάμπτει
  • θά παρακάμπτουμε
  • θά παρακάμπτετε
  • θά παρακάμπτουν

Στιγμιαίος

  • θά παρακάμψω
  • θά παρακάμψεις
  • θά παρακάμψει
  • θά παρακάμψουμε
  • θά παρακάμψετε
  • θά παρακάμψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παρέκαμψα
  • παρέκαμψες
  • παρέκαμψε
  • παρακάμψαμε
  • παρακάμψατε
  • παρέκαμψαν

Υποτακτική

  • νά παρακάμψω
  • νά παρακάμψεις
  • νά παρακάμψει
  • νά παρακάμψουμε
  • νά παρακάμψετε
  • νά παρακάμψουν
 

Προστακτική

  • παρέκαμψε
  • παρακάμψτε

Απαρέμφατο

  • παρακάμψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παρακάμψει
  • έχεις παρακάμψει
  • έχει παρακάμψει
  • έχουμε παρακάμψει
  • έχετε παρακάμψει
  • έχουν παρακάμψει

Υποτακτική

  • νά έχω παρακάμψει
  • νά έχεις παρακάμψει
  • νά έχει παρακάμψει
  • νά έχουμε παρακάμψει
  • νά έχετε παρακάμψει
  • νά έχουν παρακάμψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παρακάμψει
  • είχες παρακάμψει
  • είχε παρακάμψει
  • είχαμε παρακάμψει
  • είχατε παρακάμψει
  • είχαν παρακάμψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παρακάμψει
  • θά έχεις παρακάμψει
  • θά έχει παρακάμψει
  • θά έχουμε παρακάμψει
  • θά έχετε παρακάμψει
  • θά έχουν παρακάμψει