ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αuγατώ
- αuγατείς
- αuγατεί
- αuγατούμε
- αuγατείτε
- αuγατούν
Υποτακτική
- νά αuγατώ
- νά αuγατείς
- νά αuγατεί
- νά αuγατούμε
- νά αuγατείτε
- νά αuγατούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- αuγατούσα
- αuγατούσες
- αuγατούσε
- αuγατούσαμε
- αuγατούσατε
- αuγατούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αuγατώ
- θά αuγατείς
- θά αuγατεί
- θά αuγατούμε
- θά αuγατείτε
- θά αuγατούν
Στιγμιαίος
- θά αuγατήσω
- θά αuγατήσεις
- θά αuγατήσει
- θά αuγατήσουμε
- θά αuγατήσετε
- θά αuγατήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- αuγάτησα
- αuγάτησες
- αuγάτησε
- αuγατήσαμε
- αuγατήσατε
- αuγάτησαν
Υποτακτική
- νά αuγατήσω
- νά αuγατήσεις
- νά αuγατήσει
- νά αuγατήσουμε
- νά αuγατήσετε
- νά αuγατήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αuγατήσει
- έχεις αuγατήσει
- έχει αuγατήσει
- έχουμε αuγατήσει
- έχετε αuγατήσει
- έχουν αuγατήσει
Υποτακτική
- νά έχω αuγατήσει
- νά έχεις αuγατήσει
- νά έχει αuγατήσει
- νά έχουμε αuγατήσει
- νά έχετε αuγατήσει
- νά έχουν αuγατήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αuγατήσει
- είχες αuγατήσει
- είχε αuγατήσει
- είχαμε αuγατήσει
- είχατε αuγατήσει
- είχαν αuγατήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω αuγατήσει
- νά έχεις αuγατήσει
- νά έχει αuγατήσει
- νά έχουμε αuγατήσει
- νά έχετε αuγατήσει
- νά έχουν αuγατήσει