EL.png κονδυλώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κονδυλώνω
  • κονδυλώνεις
  • κονδυλώνει
  • κονδυλώνουμε
  • κονδυλώνετε
  • κονδυλώνουν

Υποτακτική

  • νά κονδυλώνω
  • νά κονδυλώνεις
  • νά κονδυλώνει
  • νά κονδυλώνουμε
  • νά κονδυλώνετε
  • νά κονδυλώνουν
 

Προστακτική

  • κονδύλωνε
  • κονδυλώνετε

Μετοχή

  • κονδυλώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κονδύλωνα
  • κονδύλωνες
  • κονδύλωνε
  • κονδυλώναμε
  • κονδυλώνατε
  • κονδύλωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κονδυλώνω
  • θά κονδυλώνεις
  • θά κονδυλώνει
  • θά κονδυλώνουμε
  • θά κονδυλώνετε
  • θά κονδυλώνουν

Στιγμιαίος

  • θά κονδυλώσω
  • θά κονδυλώσεις
  • θά κονδυλώσει
  • θά κονδυλώσουμε
  • θά κονδυλώσετε
  • θά κονδυλώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κονδύλωσα
  • κονδύλωσες
  • κονδύλωσε
  • κονδυλώσαμε
  • κονδυλώσατε
  • κονδύλωσαν

Υποτακτική

  • νά κονδυλώσω
  • νά κονδυλώσεις
  • νά κονδυλώσει
  • νά κονδυλώσουμε
  • νά κονδυλώσετε
  • νά κονδυλώσουν
 

Προστακτική

  • κονδύλωσε
  • κονδυλώστε

Απαρέμφατο

  • κονδυλώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κονδυλώσει
  • έχεις κονδυλώσει
  • έχει κονδυλώσει
  • έχουμε κονδυλώσει
  • έχετε κονδυλώσει
  • έχουν κονδυλώσει

Υποτακτική

  • νά έχω κονδυλώσει
  • νά έχεις κονδυλώσει
  • νά έχει κονδυλώσει
  • νά έχουμε κονδυλώσει
  • νά έχετε κονδυλώσει
  • νά έχουν κονδυλώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κονδυλώσει
  • είχες κονδυλώσει
  • είχε κονδυλώσει
  • είχαμε κονδυλώσει
  • είχατε κονδυλώσει
  • είχαν κονδυλώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κονδυλώσει
  • θά έχεις κονδυλώσει
  • θά έχει κονδυλώσει
  • θά έχουμε κονδυλώσει
  • θά έχετε κονδυλώσει
  • θά έχουν κονδυλώσει