EL.png ζεσταίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ζεσταίνω
  • ζεσταίνεις
  • ζεσταίνει
  • ζεσταίνουμε
  • ζεσταίνετε
  • ζεσταίνουν

Υποτακτική

  • νά ζεσταίνω
  • νά ζεσταίνεις
  • νά ζεσταίνει
  • νά ζεσταίνουμε
  • νά ζεσταίνετε
  • νά ζεσταίνουν
 

Προστακτική

  • ζέσταινε
  • ζεσταίνετε

Μετοχή

  • ζεσταίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ζέσταινα
  • ζέσταινες
  • ζέσταινε
  • ζεσταίναμε
  • ζεσταίνατε
  • ζέσταιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ζεσταίνω
  • θά ζεσταίνεις
  • θά ζεσταίνει
  • θά ζεσταίνουμε
  • θά ζεσταίνετε
  • θά ζεσταίνουν

Στιγμιαίος

  • θά ζεστάνω
  • θά ζεστάνεις
  • θά ζεστάνει
  • θά ζεστάνουμε
  • θά ζεστάνετε
  • θά ζεστάνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ζέστανα
  • ζέστανες
  • ζέστανε
  • ζεστάναμε
  • ζεστάνατε
  • ζέσταναν

Υποτακτική

  • νά ζεστάνω
  • νά ζεστάνεις
  • νά ζεστάνει
  • νά ζεστάνουμε
  • νά ζεστάνετε
  • νά ζεστάνουν
 

Προστακτική

  • ζέστανε
  • ζεστάνετε

Απαρέμφατο

  • ζεσταίνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ζεστάνει
  • έχεις ζεστάνει
  • έχει ζεστάνει
  • έχουμε ζεστάνει
  • έχετε ζεστάνει
  • έχουν ζεστάνει

Υποτακτική

  • νά έχω ζεστάνει
  • νά έχεις ζεστάνει
  • νά έχει ζεστάνει
  • νά έχουμε ζεστάνει
  • νά έχετε ζεστάνει
  • νά έχουν ζεστάνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ζεστάνει
  • είχες ζεστάνει
  • είχε ζεστάνει
  • είχαμε ζεστάνει
  • είχατε ζεστάνει
  • είχαν ζεστάνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ζεστάνει
  • θά έχεις ζεστάνει
  • θά έχει ζεστάνει
  • θά έχουμε ζεστάνει
  • θά έχετε ζεστάνει
  • θά έχουν ζεστάνει