EL.png παιδεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παιδεύω
  • παιδεύεις
  • παιδεύει
  • παιδεύουμε
  • παιδεύετε
  • παιδεύουν

Υποτακτική

  • νά παιδεύω
  • νά παιδεύεις
  • νά παιδεύει
  • νά παιδεύουμε
  • νά παιδεύετε
  • νά παιδεύουν
 

Προστακτική

  • παίδευε
  • παιδεύετε

Μετοχή

  • παιδεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παίδευα
  • παίδευες
  • παίδευε
  • παιδεύαμε
  • παιδεύατε
  • παίδευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παιδεύω
  • θά παιδεύεις
  • θά παιδεύει
  • θά παιδεύουμε
  • θά παιδεύετε
  • θά παιδεύουν

Στιγμιαίος

  • θά παιδεύσω
  • θά παιδεύσεις
  • θά παιδεύσει
  • θά παιδεύσουμε
  • θά παιδεύσετε
  • θά παιδεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παίδευσα
  • παίδευσες
  • παίδευσε
  • παιδεύσαμε
  • παιδεύσατε
  • παίδευσαν

Υποτακτική

  • νά παιδεύσω
  • νά παιδεύσεις
  • νά παιδεύσει
  • νά παιδεύσουμε
  • νά παιδεύσετε
  • νά παιδεύσουν
 

Προστακτική

  • παίδευσε
  • παιδεύστε

Απαρέμφατο

  • παιδεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παιδεύσει
  • έχεις παιδεύσει
  • έχει παιδεύσει
  • έχουμε παιδεύσει
  • έχετε παιδεύσει
  • έχουν παιδεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω παιδεύσει
  • νά έχεις παιδεύσει
  • νά έχει παιδεύσει
  • νά έχουμε παιδεύσει
  • νά έχετε παιδεύσει
  • νά έχουν παιδεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παιδεύσει
  • είχες παιδεύσει
  • είχε παιδεύσει
  • είχαμε παιδεύσει
  • είχατε παιδεύσει
  • είχαν παιδεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παιδεύσει
  • θά έχεις παιδεύσει
  • θά έχει παιδεύσει
  • θά έχουμε παιδεύσει
  • θά έχετε παιδεύσει
  • θά έχουν παιδεύσει