ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- διαιρώ
- διαιρείς
- διαιρεί
- διαιρούμε
- διαιρείτε
- διαιρούν
Υποτακτική
- νά διαιρώ
- νά διαιρείς
- νά διαιρεί
- νά διαιρούμε
- νά διαιρείτε
- νά διαιρούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- διαιρούσα
- διαιρούσες
- διαιρούσε
- διαιρούσαμε
- διαιρούσατε
- διαιρούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά διαιρώ
- θά διαιρείς
- θά διαιρεί
- θά διαιρούμε
- θά διαιρείτε
- θά διαιρούν
Στιγμιαίος
- θά διαιρέσω
- θά διαιρέσεις
- θά διαιρέσει
- θά διαιρέσουμε
- θά διαιρέσετε
- θά διαιρέσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- διαίρεσα
- διαίρεσες
- διαίρεσε
- διαιρέσαμε
- διαιρέσατε
- διαίρεσαν
Υποτακτική
- νά διαιρέσω
- νά διαιρέσεις
- νά διαιρέσει
- νά διαιρέσουμε
- νά διαιρέσετε
- νά διαιρέσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω διαιρέσει
- έχεις διαιρέσει
- έχει διαιρέσει
- έχουμε διαιρέσει
- έχετε διαιρέσει
- έχουν διαιρέσει
Υποτακτική
- νά έχω διαιρέσει
- νά έχεις διαιρέσει
- νά έχει διαιρέσει
- νά έχουμε διαιρέσει
- νά έχετε διαιρέσει
- νά έχουν διαιρέσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα διαιρέσει
- είχες διαιρέσει
- είχε διαιρέσει
- είχαμε διαιρέσει
- είχατε διαιρέσει
- είχαν διαιρέσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω διαιρέσει
- νά έχεις διαιρέσει
- νά έχει διαιρέσει
- νά έχουμε διαιρέσει
- νά έχετε διαιρέσει
- νά έχουν διαιρέσει