EL.png διαιρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διαιρώ
  • διαιρείς
  • διαιρεί
  • διαιρούμε
  • διαιρείτε
  • διαιρούν

Υποτακτική

  • νά διαιρώ
  • νά διαιρείς
  • νά διαιρεί
  • νά διαιρούμε
  • νά διαιρείτε
  • νά διαιρούν
 

Προστακτική

  • διαίρε
  • διαιρείτε

Μετοχή

  • διαιρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διαιρούσα
  • διαιρούσες
  • διαιρούσε
  • διαιρούσαμε
  • διαιρούσατε
  • διαιρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διαιρώ
  • θά διαιρείς
  • θά διαιρεί
  • θά διαιρούμε
  • θά διαιρείτε
  • θά διαιρούν

Στιγμιαίος

  • θά διαιρέσω
  • θά διαιρέσεις
  • θά διαιρέσει
  • θά διαιρέσουμε
  • θά διαιρέσετε
  • θά διαιρέσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • διαίρεσα
  • διαίρεσες
  • διαίρεσε
  • διαιρέσαμε
  • διαιρέσατε
  • διαίρεσαν

Υποτακτική

  • νά διαιρέσω
  • νά διαιρέσεις
  • νά διαιρέσει
  • νά διαιρέσουμε
  • νά διαιρέσετε
  • νά διαιρέσουν
 

Προστακτική

  • διαίρεσε
  • διαιρέστε

Απαρέμφατο

  • διαιρέσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διαιρέσει
  • έχεις διαιρέσει
  • έχει διαιρέσει
  • έχουμε διαιρέσει
  • έχετε διαιρέσει
  • έχουν διαιρέσει

Υποτακτική

  • νά έχω διαιρέσει
  • νά έχεις διαιρέσει
  • νά έχει διαιρέσει
  • νά έχουμε διαιρέσει
  • νά έχετε διαιρέσει
  • νά έχουν διαιρέσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διαιρέσει
  • είχες διαιρέσει
  • είχε διαιρέσει
  • είχαμε διαιρέσει
  • είχατε διαιρέσει
  • είχαν διαιρέσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω διαιρέσει
  • νά έχεις διαιρέσει
  • νά έχει διαιρέσει
  • νά έχουμε διαιρέσει
  • νά έχετε διαιρέσει
  • νά έχουν διαιρέσει