EL.png πάω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πάω
  • πάς
  • πάει
  • πάμε
  • πάτε
  • πάνε

Υποτακτική

  • νά πάω
  • νά πάς
  • νά πάει
  • νά πάμε
  • νά πάτε
  • νά πάνε
 

Προστακτική

  • πάνε
  • πάτε

Μετοχή

  • πηγαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • πήγαινα
  • πήγαινες
  • πήγαινε
  • πηγαίναμε
  • πηγαίνατε
  • πήγαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πάω
  • θά πάς
  • θά πάει
  • θά πάμε
  • θά πάτε
  • θά πάνε

Στιγμιαίος

  • θά πηγαίνω
  • θά πηγαίνεις
  • θά πηγαίνει
  • θά πηγαίνουμε
  • θά πηγαίνετε
  • θά πηγαίνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • πήγα
  • πήγες
  • πήγε
  • πήγαμε
  • πήγατε
  • πήγαν

Υποτακτική

  • νά πάγω
  • νά πάγεις
  • νά πάγει
  • νά πάγουμε
  • νά πάγετε
  • νά πάγουν
 

Προστακτική

  • πήγαινε
  • πηγαίνετε

Απαρέμφατο

  • πηγαίνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πάει
  • έχεις πάει
  • έχει πάει
  • έχουμε πάει
  • έχετε πάει
  • έχουν πάει

Υποτακτική

  • νά έχω πάει
  • νά έχεις πάει
  • νά έχει πάει
  • νά έχουμε πάει
  • νά έχετε πάει
  • νά έχουν πάει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πάει
  • είχες πάει
  • είχε πάει
  • είχαμε πάει
  • είχατε πάει
  • είχαν πάει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω πάει
  • νά έχεις πάει
  • νά έχει πάει
  • νά έχουμε πάει
  • νά έχετε πάει
  • νά έχουν πάει