ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καταστρώνω
- καταστρώνεις
- καταστρώνει
- καταστρώνουμε
- καταστρώνετε
- καταστρώνουν
Υποτακτική
- νά καταστρώνω
- νά καταστρώνεις
- νά καταστρώνει
- νά καταστρώνουμε
- νά καταστρώνετε
- νά καταστρώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κατάστρωνα
- κατάστρωνες
- κατάστρωνε
- καταστρώναμε
- καταστρώνατε
- κατάστρωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καταστρώνω
- θά καταστρώνεις
- θά καταστρώνει
- θά καταστρώνουμε
- θά καταστρώνετε
- θά καταστρώνουν
Στιγμιαίος
- θά καταστρώσω
- θά καταστρώσεις
- θά καταστρώσει
- θά καταστρώσουμε
- θά καταστρώσετε
- θά καταστρώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κατέστρωσα
- κατέστρωσες
- κατέστρωσε
- καταστρώσαμε
- καταστρώσατε
- κατέστρωσαν
Υποτακτική
- νά καταστρώσω
- νά καταστρώσεις
- νά καταστρώσει
- νά καταστρώσουμε
- νά καταστρώσετε
- νά καταστρώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καταστρώσει
- έχεις καταστρώσει
- έχει καταστρώσει
- έχουμε καταστρώσει
- έχετε καταστρώσει
- έχουν καταστρώσει
Υποτακτική
- νά έχω καταστρώσει
- νά έχεις καταστρώσει
- νά έχει καταστρώσει
- νά έχουμε καταστρώσει
- νά έχετε καταστρώσει
- νά έχουν καταστρώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καταστρώσει
- είχες καταστρώσει
- είχε καταστρώσει
- είχαμε καταστρώσει
- είχατε καταστρώσει
- είχαν καταστρώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καταστρώσει
- θά έχεις καταστρώσει
- θά έχει καταστρώσει
- θά έχουμε καταστρώσει
- θά έχετε καταστρώσει
- θά έχουν καταστρώσει