EL.png πέμπω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πέμπω
  • πέμπεις
  • πέμπει
  • πέμπουμε
  • πέμπετε
  • πέμπουν

Υποτακτική

  • νά πέμπω
  • νά πέμπεις
  • νά πέμπει
  • νά πέμπουμε
  • νά πέμπετε
  • νά πέμπουν
 

Προστακτική

  • πέμπε
  • πέμπετε

Μετοχή

  • πέμποντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έπεμπα
  • έπεμπες
  • έπεμπε
  • πέμπαμε
  • πέμπατε
  • έπεμπαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πέμπω
  • θά πέμπεις
  • θά πέμπει
  • θά πέμπουμε
  • θά πέμπετε
  • θά πέμπουν

Στιγμιαίος

  • θά πέμψω
  • θά πέμψεις
  • θά πέμψει
  • θά πέμψουμε
  • θά πέμψετε
  • θά πέμψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπεμψα
  • έπεμψες
  • έπεμψε
  • πέμψαμε
  • πέμψατε
  • έπεμψαν

Υποτακτική

  • νά πέμψω
  • νά πέμψεις
  • νά πέμψει
  • νά πέμψουμε
  • νά πέμψετε
  • νά πέμψουν
 

Προστακτική

  • πέμψε
  • πέμψτε

Απαρέμφατο

  • πέμψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πέμψει
  • έχεις πέμψει
  • έχει πέμψει
  • έχουμε πέμψει
  • έχετε πέμψει
  • έχουν πέμψει

Υποτακτική

  • νά έχω πέμψει
  • νά έχεις πέμψει
  • νά έχει πέμψει
  • νά έχουμε πέμψει
  • νά έχετε πέμψει
  • νά έχουν πέμψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πέμψει
  • είχες πέμψει
  • είχε πέμψει
  • είχαμε πέμψει
  • είχατε πέμψει
  • είχαν πέμψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω πέμψει
  • θά έχεις πέμψει
  • θά έχει πέμψει
  • θά έχουμε πέμψει
  • θά έχετε πέμψει
  • θά έχουν πέμψει