EL.png παρασκευάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παρασκευάζω
  • παρασκευάζεις
  • παρασκευάζει
  • παρασκευάζουμε
  • παρασκευάζετε
  • παρασκευάζουν

Υποτακτική

  • νά παρασκευάζω
  • νά παρασκευάζεις
  • νά παρασκευάζει
  • νά παρασκευάζουμε
  • νά παρασκευάζετε
  • νά παρασκευάζουν
 

Προστακτική

  • παρασκεύαζε
  • παρασκευάζετε

Μετοχή

  • παρασκευάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παρασκεύαζα
  • παρασκεύαζες
  • παρασκεύαζε
  • παρασκευάζαμε
  • παρασκευάζατε
  • παρασκεύαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παρασκευάζω
  • θά παρασκευάζεις
  • θά παρασκευάζει
  • θά παρασκευάζουμε
  • θά παρασκευάζετε
  • θά παρασκευάζουν

Στιγμιαίος

  • θά παρασκευάσω
  • θά παρασκευάσεις
  • θά παρασκευάσει
  • θά παρασκευάσουμε
  • θά παρασκευάσετε
  • θά παρασκευάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παρασκεύασα
  • παρασκεύασες
  • παρασκεύασε
  • παρασκευάσαμε
  • παρασκευάσατε
  • παρασκεύασαν

Υποτακτική

  • νά παρασκευάσω
  • νά παρασκευάσεις
  • νά παρασκευάσει
  • νά παρασκευάσουμε
  • νά παρασκευάσετε
  • νά παρασκευάσουν
 

Προστακτική

  • παρασκεύασε
  • παρασκευάστε

Απαρέμφατο

  • παρασκευάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παρασκευάσει
  • έχεις παρασκευάσει
  • έχει παρασκευάσει
  • έχουμε παρασκευάσει
  • έχετε παρασκευάσει
  • έχουν παρασκευάσει

Υποτακτική

  • νά έχω παρασκευάσει
  • νά έχεις παρασκευάσει
  • νά έχει παρασκευάσει
  • νά έχουμε παρασκευάσει
  • νά έχετε παρασκευάσει
  • νά έχουν παρασκευάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παρασκευάσει
  • είχες παρασκευάσει
  • είχε παρασκευάσει
  • είχαμε παρασκευάσει
  • είχατε παρασκευάσει
  • είχαν παρασκευάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παρασκευάσει
  • θά έχεις παρασκευάσει
  • θά έχει παρασκευάσει
  • θά έχουμε παρασκευάσει
  • θά έχετε παρασκευάσει
  • θά έχουν παρασκευάσει