EL.png καλιεργώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καλιεργώ
  • καλιεργείς
  • καλιεργεί
  • καλιεργούμε
  • καλιεργείτε
  • καλιεργούν

Υποτακτική

  • νά καλιεργώ
  • νά καλιεργείς
  • νά καλιεργεί
  • νά καλιεργούμε
  • νά καλιεργείτε
  • νά καλιεργούν
 

Προστακτική

  • καλιέργα
  • καλιεργείτε

Μετοχή

  • καλιεργώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καλιεργούσα
  • καλιεργούσες
  • καλιεργούσε
  • καλιεργούσαμε
  • καιλεργούσατε
  • καλιεργούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καλιεργώ
  • θά καλιεργείς
  • θά καλιεργεί
  • θά καλιεργούμε
  • θά καλιεργείτε
  • θά καλιεργούν

Στιγμιαίος

  • θά καλιεργήσω
  • θά καλιεργήσεις
  • θά καλιεργήσει
  • θά καλιεργήσουμε
  • θά καλιεργήσετε
  • θά καλιεργήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καλιέργησα
  • καλιέργησες
  • καλιέργησε
  • καλιεργήσαμε
  • καλιεργήσατε
  • καλιέργησαν

Υποτακτική

  • νά καλιεργήσω
  • νά καλιεργήσεις
  • νά καλιεργήσει
  • νά καλιεργήσουμε
  • νά καλιεργήσετε
  • νά καλιεργήσουν
 

Προστακτική

  • καλιέργησε
  • καλιεργήστε

Απαρέμφατο

  • καλιεργήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καλιεργήσει
  • έχεις καλιεργήσει
  • έχει καλιεργήσει
  • έχουμε καλιεργήσει
  • έχετε καλιεργήσει
  • έχουν καλιεργήσει

Υποτακτική

  • νά έχω καλιεργήσει
  • νά έχεις καλιεργήσει
  • νά έχει καλιεργήσει
  • νά έχουμε καλιεργήσει
  • νά έχετε καλιεργήσει
  • νά έχουν καλιεργήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καλιεργήσει
  • είχες καλιεργήσει
  • είχε καλιεργήσει
  • είχαμε καλιεργήσει
  • είχατε καλιεργήσει
  • είχαν καλιεργήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω καλιεργήσει
  • νά έχεις καλιεργήσει
  • νά έχει καλιεργήσει
  • νά έχουμε καλιεργήσει
  • νά έχετε καλιεργήσει
  • νά έχουν καλιεργήσει