ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ορθολογώ
- ορθολογείς
- ορθολογεί
- ορθολογούμε
- ορθολογείτε
- ορθολογούν
Υποτακτική
- νά ορθολογώ
- νά ορθολογείς
- νά ορθολογεί
- νά ορθολογούμε
- νά ορθολογείτε
- νά ορθολογούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ορθολογούσα
- ορθολογούσες
- ορθολογούσε
- ορθολογούσαμε
- ορθολογτείτε
- ορθολογούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ορθολογώ
- θά ορθολογείς
- θά ορθολογεί
- θά ορθολογούμε
- θά ορθολογείτε
- θά ορθολογούν
Στιγμιαίος
- θά ορθολογήσω
- θά ορθολογήσεις
- θά ορθολογήσει
- θά ορθολογήσουμε
- θά ορθολογήσετε
- θά ορθολογήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ορθολόγησα
- ορθολόγησες
- ορθολόγησε
- ορθολογήσαμε
- ορθολογήσατε
- ορθολόγησαν
Υποτακτική
- νά ορθολογήσω
- νά ορθολογήσεις
- νά ορθολογήσει
- νά ορθολογήσουμε
- νά ορθολογήσετε
- νά ορθολογήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ορθολογήσει
- έχεις ορθολογήσει
- έχει ορθολογήσει
- έχουμε ορθολογήσει
- έχετε ορθολογήσει
- έχουν ορθολογήσει
Υποτακτική
- νά έχω ορθολογήσει
- νά έχεις ορθολογήσει
- νά έχει ορθολογήσει
- νά έχουμε ορθολογήσει
- νά έχετε ορθολογήσει
- νά έχουν ορθολογήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ορθολογήσει
- είχες ορθολογήσει
- είχε ορθολογήσει
- είχαμε ορθολογήσει
- είχατε ορθολογήσει
- είχαν ορθολογήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω ορθολογήσει
- νά έχεις ορθολογήσει
- νά έχει ορθολογήσει
- νά έχουμε ορθολογήσει
- νά έχετε ορθολογήσει
- νά έχουν ορθολογήσει