ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- διοχετεύω
- διοχετεύεις
- διοχετεύει
- διοχετεύουμε
- διοχετεύετε
- διοχετεύουν
Υποτακτική
- νά διοχετεύω
- νά διοχετεύεις
- νά διοχετεύει
- νά διοχετεύουμε
- νά διοχετεύετε
- νά διοχετεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- διοχέτευα
- διοχέτευες
- διοχέτευε
- διοχετεύαμε
- διοχετεύατε
- διοχέτευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά διοχετεύω
- θά διοχετεύεις
- θά διοχετεύει
- θά διοχετεύουμε
- θά διοχετεύετε
- θά διοχετεύουν
Στιγμιαίος
- θά διοχετεύσω
- θά διοχετεύσεις
- θά διοχετεύσει
- θά διοχετεύσουμε
- θά διοχετεύσετε
- θά διοχετεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- διοχέτευσα
- διοχέτευσες
- διοχέτευσε
- διοχετεύσαμε
- διοχετεύσατε
- διοχέτευσασν
Υποτακτική
- νά διοχετεύσω
- νά διοχετεύσεις
- νά διοχετεύσει
- νά διοχετεύσουμε
- νά διοχετεύσετε
- νά διοχετεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω διοχετεύσει
- έχεις διοχετεύσει
- έχει διοχετεύσει
- έχουμε διοχετεύσει
- έχετε διοχετεύσει
- έχουν διοχετεύσει
Υποτακτική
- νά έχω διοχετεύσει
- νά έχεις διοχετεύσει
- νά έχει διοχετεύσει
- νά έχουμε διοχετεύσει
- νά έχετε διοχετεύσει
- νά έχουν διοχετεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα διοχετεύσει
- είχες διοχετεύσει
- είχε διοχετεύσει
- είχαμε διοχετεύσει
- είχατε διοχετεύσει
- είχαν διοχετεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω διοχετεύσει
- θά έχεις διοχετεύσει
- θά έχει διοχετεύσει
- θά έχουμε διοχετεύσει
- θά έχετε διοχετεύσει
- θά έχουν διοχετεύσει