EL.png διοχετεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διοχετεύω
  • διοχετεύεις
  • διοχετεύει
  • διοχετεύουμε
  • διοχετεύετε
  • διοχετεύουν

Υποτακτική

  • νά διοχετεύω
  • νά διοχετεύεις
  • νά διοχετεύει
  • νά διοχετεύουμε
  • νά διοχετεύετε
  • νά διοχετεύουν
 

Προστακτική

  • διοχέτευε
  • διοχετεύετε

Μετοχή

  • διοχετεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διοχέτευα
  • διοχέτευες
  • διοχέτευε
  • διοχετεύαμε
  • διοχετεύατε
  • διοχέτευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διοχετεύω
  • θά διοχετεύεις
  • θά διοχετεύει
  • θά διοχετεύουμε
  • θά διοχετεύετε
  • θά διοχετεύουν

Στιγμιαίος

  • θά διοχετεύσω
  • θά διοχετεύσεις
  • θά διοχετεύσει
  • θά διοχετεύσουμε
  • θά διοχετεύσετε
  • θά διοχετεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • διοχέτευσα
  • διοχέτευσες
  • διοχέτευσε
  • διοχετεύσαμε
  • διοχετεύσατε
  • διοχέτευσασν

Υποτακτική

  • νά διοχετεύσω
  • νά διοχετεύσεις
  • νά διοχετεύσει
  • νά διοχετεύσουμε
  • νά διοχετεύσετε
  • νά διοχετεύσουν
 

Προστακτική

  • διοχέτευσε
  • διοχετεύστε

Απαρέμφατο

  • διοχετεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διοχετεύσει
  • έχεις διοχετεύσει
  • έχει διοχετεύσει
  • έχουμε διοχετεύσει
  • έχετε διοχετεύσει
  • έχουν διοχετεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω διοχετεύσει
  • νά έχεις διοχετεύσει
  • νά έχει διοχετεύσει
  • νά έχουμε διοχετεύσει
  • νά έχετε διοχετεύσει
  • νά έχουν διοχετεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διοχετεύσει
  • είχες διοχετεύσει
  • είχε διοχετεύσει
  • είχαμε διοχετεύσει
  • είχατε διοχετεύσει
  • είχαν διοχετεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω διοχετεύσει
  • θά έχεις διοχετεύσει
  • θά έχει διοχετεύσει
  • θά έχουμε διοχετεύσει
  • θά έχετε διοχετεύσει
  • θά έχουν διοχετεύσει