EL.png λογικεύομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λογικεύομαι
  • λογικεύεσαι
  • λογικεύεται
  • λογικευόμαστε
  • λογικεύεστε
  • λογικεύονται

Υποτακτική

  • νά λογικεύομαι
  • νά λογικεύεσαι
  • νά λογικεύεται
  • νά λογικευόμαστε
  • νά λογικεύεστε
  • νά λογικεύονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • λογικευόμουν
  • λογικευόσουν
  • λογικευόταν
  • λογικευόμαστε
  • λογικευόσαστε
  • λογικεύονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά λογικεύομαι
  • θά λογικεύεσαι
  • θά λογικεύεται
  • θά λογικευόμαστε
  • θά λογικεύεστε
  • θά λογικεύονται

Στιγμιαίος

  • θά λογικευθ(τ)ώ
  • θά λογικευθ(τ)είς
  • θά λογικευθ(τ)εί
  • θά λογικευθ(τ)ούμε
  • θά λογικευθ(τ)είτε
  • θά λογικευθ(τ)ούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • λογικεύθ(τ)ηκα
  • λογικεήθ(τ)ηκες
  • λογικεήθ(τ)ηκε
  • λογικεηθ(τ)ήκαμε
  • λογικεηθ(τ)ήκατε
  • λογικεήθ(τ)ηκαν

Υποτακτική

  • νά λογικεηθ(τ)ώ
  • νά λογικεηθ(τ)είς
  • νά λογικεηθ(τ)εί
  • νά λογικεηθ(τ)ούμε
  • νά λογικεηθ(τ)είτε
  • νά λογικεηθ(τ)ούν
 

Προστακτική

  • λογικέψου
  • λογικευθ(τ)είτε

Απαρέμφατο

  • λογικευθ(τ)εί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω λογικευθ(τ)εί
  • έχεις λογικευθ(τ)εί
  • έχει λογικευθ(τ)εί
  • έχουμε λογικευθ(τ)εί
  • έχετε λογικευθ(τ)εί
  • έχουν λογικευθ(τ)εί

Υποτακτική

  • νά έχω λογικευθ(τ)εί
  • νά έχεις λογικευθ(τ)εί
  • νά έχει λογικευθ(τ)εί
  • νά έχουμε λογικευθ(τ)εί
  • νά έχετε λογικευθ(τ)εί
  • νά έχουν λογικευθ(τ)εί
 

Μετοχή

  • λογικευμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα λογικευθ(τ)εί
  • είχες λογικευθ(τ)εί
  • είχε λογικευθ(τ)εί
  • είχαμε λογικευθ(τ)εί
  • είχατε λογικευθ(τ)εί
  • είχαν λογικευθ(τ)εί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω λογικευθ(τ)εί
  • θά έχεις λογικευθ(τ)εί
  • θά έχει λογικευθ(τ)εί
  • θά έχουμε λογικευθ(τ)εί
  • θά έχετε λογικευθ(τ)εί
  • θά έχουν λογικευθ(τ)εί