EL.png χώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • χώνω
  • χώνεις
  • χώνει
  • χώνουμε
  • χώνετε
  • χώνουν

Υποτακτική

  • νά χώνω
  • νά χώνεις
  • νά χώνει
  • νά χώνουμε
  • νά χώνετε
  • νά χώνουν
 

Προστακτική

  • χώνε
  • χώνετε

Μετοχή

  • χώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έχωνα
  • έχωνες
  • έχωνε
  • χώναμε
  • χώνατε
  • έχωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά χώνω
  • θά χώνεις
  • θά χώνει
  • θά χώνουμε
  • θά χώνετε
  • θά χώνουν

Στιγμιαίος

  • θά χώσω
  • θά χώσεις
  • θά χώσει
  • θά χώσουμε
  • θά χώσετε
  • θά χώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έχωσα
  • έχωσες
  • έχωσε
  • χώσαμε
  • χώσατε
  • έχωσαν

Υποτακτική

  • νά χώσω
  • νά χώσεις
  • νά χώσει
  • νά χώσουμε
  • νά χώσετε
  • νά χώσουν
 

Προστακτική

  • χώσε
  • χώστε

Απαρέμφατο

  • χώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω χώσει
  • έχεις χώσει
  • έχει χώσει
  • έχουμε χώσει
  • έχετε χώσει
  • έχουν χώσει

Υποτακτική

  • νά έχω χώσει
  • νά έχεις χώσει
  • νά έχει χώσει
  • νά έχουμε χώσει
  • νά έχετε χώσει
  • νά έχουν χώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα χώσει
  • είχες χώσει
  • είχε χώσει
  • είχαμε χώσει
  • είχατε χώνσει
  • είχαν χώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω χώσει
  • θά έχεις χώσει
  • θά έχει χώσει
  • θά έχουμε χώσει
  • θά έχετε χώσει
  • θά έχουν χώσει