ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- μουδιάζω
- μουδιάζεις
- μουδιάζει
- μουδιάζουμε
- μουδιάζετε
- μουδιάζουν
Υποτακτική
- νά μουδιάζω
- νά μουδιάζεις
- νά μουδιάζει
- νά μουδιάζουμε
- νά μουδιάζετε
- νά μουδιάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- μούδιαζα
- μούδιαζες
- μούδιαζε
- μουδιάζαμε
- μουδιάζατε
- μούδιαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά μουδιάζω
- θά μουδιάζεις
- θά μουδιάζει
- θά μουδιάζουμε
- θά μουδιάζετε
- θά μουδιάζουν
Στιγμιαίος
- θά μουδιάσω
- θά μουδιάσεις
- θά μουδιάσει
- θά μουδιάσουμε
- θά μουδιάσετε
- θά μουδιάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- μούδιασα
- μούδιασες
- μούδιασε
- μουδιάσαμε
- μουδιάσατε
- μούδιασαν
Υποτακτική
- νά μουδιάσω
- νά μουδιάσεις
- νά μουδιάσει
- νά μουδιάσουμε
- νά μουδιάσετε
- νά μουδιάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω μουδιάσει
- έχεις μουδιάσει
- έχει μουδιάσει
- έχουμε μουδιάσει
- έχετε μουδιάσει
- έχουν μουδιάσει
Υποτακτική
- νά έχω μουδιάσει
- νά έχεις μουδιάσει
- νά έχει μουδιάσει
- νά έχουμε μουδιάσει
- νά έχετε μουδιάσει
- νά έχουν μουδιάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα μουδιάσει
- είχες μουδιάσει
- είχε μουδιάσει
- είχαμε μουδιάσει
- είχατε μουδιάσει
- είχαν μουδιάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω μουδιάσει
- θά έχεις μουδιάσει
- θά έχει μουδιάσει
- θά έχουμε μουδιάσει
- θά έχετε μουδιάσει
- θά έχουν μουδιάσει