EL.png μουδιάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • μουδιάζω
  • μουδιάζεις
  • μουδιάζει
  • μουδιάζουμε
  • μουδιάζετε
  • μουδιάζουν

Υποτακτική

  • νά μουδιάζω
  • νά μουδιάζεις
  • νά μουδιάζει
  • νά μουδιάζουμε
  • νά μουδιάζετε
  • νά μουδιάζουν
 

Προστακτική

  • μούδιαζε
  • μουδιάζετε

Μετοχή

  • μουδιάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • μούδιαζα
  • μούδιαζες
  • μούδιαζε
  • μουδιάζαμε
  • μουδιάζατε
  • μούδιαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά μουδιάζω
  • θά μουδιάζεις
  • θά μουδιάζει
  • θά μουδιάζουμε
  • θά μουδιάζετε
  • θά μουδιάζουν

Στιγμιαίος

  • θά μουδιάσω
  • θά μουδιάσεις
  • θά μουδιάσει
  • θά μουδιάσουμε
  • θά μουδιάσετε
  • θά μουδιάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • μούδιασα
  • μούδιασες
  • μούδιασε
  • μουδιάσαμε
  • μουδιάσατε
  • μούδιασαν

Υποτακτική

  • νά μουδιάσω
  • νά μουδιάσεις
  • νά μουδιάσει
  • νά μουδιάσουμε
  • νά μουδιάσετε
  • νά μουδιάσουν
 

Προστακτική

  • μούδιασε
  • μουδιάστε

Απαρέμφατο

  • μουδιάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω μουδιάσει
  • έχεις μουδιάσει
  • έχει μουδιάσει
  • έχουμε μουδιάσει
  • έχετε μουδιάσει
  • έχουν μουδιάσει

Υποτακτική

  • νά έχω μουδιάσει
  • νά έχεις μουδιάσει
  • νά έχει μουδιάσει
  • νά έχουμε μουδιάσει
  • νά έχετε μουδιάσει
  • νά έχουν μουδιάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα μουδιάσει
  • είχες μουδιάσει
  • είχε μουδιάσει
  • είχαμε μουδιάσει
  • είχατε μουδιάσει
  • είχαν μουδιάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω μουδιάσει
  • θά έχεις μουδιάσει
  • θά έχει μουδιάσει
  • θά έχουμε μουδιάσει
  • θά έχετε μουδιάσει
  • θά έχουν μουδιάσει