ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καμαρώνω
- καμαρώνεις
- καμαρώνει
- καμαρώνουμε
- καμαρώνετε
- καμαρώνουν
Υποτακτική
- νά καμαρώνω
- νά καμαρώνεις
- νά καμαρώνει
- νά καμαρώνουμε
- νά καμαρώνετε
- νά καμαρώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- καμάρωνα
- καμάρωνες
- καμάρωνε
- καμαρώναμε
- καμαρώνατε
- καμάρωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καμαρώνω
- θά καμαρώνεις
- θά καμαρώνει
- θά καμαρώνουμε
- θά καμαρώνετε
- θά καμαρώνουν
Στιγμιαίος
- θά καμαρώσω
- θά καμαρώσεις
- θά καμαρώσει
- θά καμαρώσουμε
- θά καμαρώσετε
- θά καμαρώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- καμάρωσα
- καμάρωσες
- καμάρωσε
- καμαρώσαμε
- καμαρώσατε
- καμάρωσαν
Υποτακτική
- νά καμαρώσω
- νά καμαρώσεις
- νά καμαρώσει
- νά καμαρώσουμε
- νά καμαρώσετε
- νά καμαρώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καμαρώσει
- έχεις καμαρώσει
- έχει καμαρώσει
- έχουμε καμαρώσει
- έχετε καμαρώσει
- έχουν καμαρώσει
Υποτακτική
- νά έχω καμαρώσει
- νά έχεις καμαρώσει
- νά έχει καμαρώσει
- νά έχουμε καμαρώσει
- νά έχετε καμαρώσει
- νά έχουν καμαρώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καμαρώσει
- είχες καμαρώσει
- είχε καμαρώσει
- είχαμε καμαρώσει
- είχατε καμαρώσει
- είχαν καμαρώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω καμαρώσει
- θά έχεις καμαρώσει
- θά έχει καμαρώσει
- θά έχουμε καμαρώσει
- θά έχετε καμαρώσει
- θά έχουν καμαρώσει