EL.png καμαρώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καμαρώνω
  • καμαρώνεις
  • καμαρώνει
  • καμαρώνουμε
  • καμαρώνετε
  • καμαρώνουν

Υποτακτική

  • νά καμαρώνω
  • νά καμαρώνεις
  • νά καμαρώνει
  • νά καμαρώνουμε
  • νά καμαρώνετε
  • νά καμαρώνουν
 

Προστακτική

  • καμάρωνε
  • καμαρώνετε

Μετοχή

  • καμαρώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • καμάρωνα
  • καμάρωνες
  • καμάρωνε
  • καμαρώναμε
  • καμαρώνατε
  • καμάρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καμαρώνω
  • θά καμαρώνεις
  • θά καμαρώνει
  • θά καμαρώνουμε
  • θά καμαρώνετε
  • θά καμαρώνουν

Στιγμιαίος

  • θά καμαρώσω
  • θά καμαρώσεις
  • θά καμαρώσει
  • θά καμαρώσουμε
  • θά καμαρώσετε
  • θά καμαρώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • καμάρωσα
  • καμάρωσες
  • καμάρωσε
  • καμαρώσαμε
  • καμαρώσατε
  • καμάρωσαν

Υποτακτική

  • νά καμαρώσω
  • νά καμαρώσεις
  • νά καμαρώσει
  • νά καμαρώσουμε
  • νά καμαρώσετε
  • νά καμαρώσουν
 

Προστακτική

  • καμάρωσε
  • καμαρώστε

Απαρέμφατο

  • καμαρώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καμαρώσει
  • έχεις καμαρώσει
  • έχει καμαρώσει
  • έχουμε καμαρώσει
  • έχετε καμαρώσει
  • έχουν καμαρώσει

Υποτακτική

  • νά έχω καμαρώσει
  • νά έχεις καμαρώσει
  • νά έχει καμαρώσει
  • νά έχουμε καμαρώσει
  • νά έχετε καμαρώσει
  • νά έχουν καμαρώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καμαρώσει
  • είχες καμαρώσει
  • είχε καμαρώσει
  • είχαμε καμαρώσει
  • είχατε καμαρώσει
  • είχαν καμαρώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καμαρώσει
  • θά έχεις καμαρώσει
  • θά έχει καμαρώσει
  • θά έχουμε καμαρώσει
  • θά έχετε καμαρώσει
  • θά έχουν καμαρώσει