EL.png ληστεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ληστεύω
  • ληστεύεις
  • ληστεύει
  • ληστεύουμε
  • ληστεύετε
  • ληστεύουν

Υποτακτική

  • νά ληστεύω
  • νά ληστεύεις
  • νά ληστεύει
  • νά ληστεύουμε
  • νά ληστεύετε
  • νά ληστεύουν
 

Προστακτική

  • λήστευε
  • ληστεύετε

Μετοχή

  • ληστεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • λήστευα
  • λήστευες
  • λήστευε
  • ληστεύαμε
  • ληστεύατε
  • λήστευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ληστεύω
  • θά ληστεύεις
  • θά ληστεύει
  • θά ληστεύουμε
  • θά ληστεύετε
  • θά ληστεύουν

Στιγμιαίος

  • θά ληστεύσω
  • θά ληστεύσεις
  • θά ληστεύσει
  • θά ληστεύσουμε
  • θά ληστεύσετε
  • θά ληστεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • λήστευσα
  • λήστευσες
  • λήστευσε
  • ληστεύσαμε
  • ληστεύσατε
  • λήστευσαν

Υποτακτική

  • νά ληστεύσω
  • νά ληστεύσεις
  • νά ληστεύσει
  • νά ληστεύσουμε
  • νά ληστεύσετε
  • νά ληστεύσουν
 

Προστακτική

  • λήστευσε
  • ληστεύστε

Απαρέμφατο

  • ληστεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ληστεύσει
  • έχεις ληστεύσει
  • έχει ληστεύσει
  • έχουμε ληστεύσει
  • έχετε ληστεύσει
  • έχουν ληστεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω ληστεύσει
  • νά έχεις ληστεύσει
  • νά έχει ληστεύσει
  • νά έχουμε ληστεύσει
  • νά έχετε ληστεύσει
  • νά έχουν ληστεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ληστεύσει
  • είχες ληστεύσει
  • είχε ληστεύσει
  • είχαμε ληστεύσει
  • είχατε ληστεύσει
  • είχαν ληστεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ληστεύσει
  • θά έχεις ληστεύσει
  • θά έχει ληστεύσει
  • θά έχουμε ληστεύσει
  • θά έχετε ληστεύσει
  • θά έχουν ληστεύσει