EL.png ανακατεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ανακατεύω
  • ανακατεύεις
  • ανακατεύει
  • ανακατεύουμε
  • ανακατεύετε
  • ανακατεύουν

Υποτακτική

  • νά ανακατεύω
  • νά ανακατεύεις
  • νά ανακατεύει
  • νά ανακατεύουμε
  • νά ανακατεύετε
  • νά ανακατεύουν
 

Προστακτική

  • ανακάτευε
  • ανακατεύετε

Μετοχή

  • ανακατεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ανακάτευα
  • ανακάτευες
  • ανακάτευε
  • ανακατεύαμε
  • ανακατεύατε
  • ανακάτευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ανακατεύω
  • θά ανακατεύεις
  • θά ανακατεύει
  • θά ανακατεύουμε
  • θά ανακατεύετε
  • θά ανακατεύουν

Στιγμιαίος

  • θά ανακατεύσω
  • θά ανακατεύσεις
  • θά ανακατεύσει
  • θά ανακατεύσουμε
  • θά ανακατεύσετε
  • θά ανακατεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ανακάτευσα
  • ανακάτευσες
  • ανακάτευσε
  • ανακατεύσαμε
  • ανακατεύσατε
  • ανακάτευσαν

Υποτακτική

  • νά ανακατεύσω
  • νά ανακατεύσεις
  • νά ανακατεύσει
  • νά ανακατεύσουμε
  • νά ανακατεύσετε
  • νά ανακατεύσουν
 

Προστακτική

  • ανακάτευσε
  • ανακατεύστε

Απαρέμφατο

  • ανακατεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ανακατεύσει
  • έχεις ανακατεύσει
  • έχει ανακατεύσει
  • έχουμε ανακατεύσει
  • έχετε ανακατεύσει
  • έχουν ανακατεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω ανακατεύσει
  • νά έχεις ανακατεύσει
  • νά έχει ανακατεύσει
  • νά έχουμε ανακατεύσει
  • νά έχετε ανακατεύσει
  • νά έχουν ανακατεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ανακατεύσει
  • είχες ανακατεύσει
  • είχε ανακατεύσει
  • είχαμε ανακατεύσει
  • είχατε ανακατεύσει
  • είχαν ανακατεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ανακατεύσει
  • θά έχεις ανακατεύσει
  • θά έχει ανακατεύσει
  • θά έχουμε ανακατεύσει
  • θά έχετε ανακατεύσει
  • θά έχουν ανακατεύσει