EL.png σκαρφαλώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σκαρφαλώνω
  • σκαρφαλώνεις
  • σκαρφαλώνει
  • σκαρφαλώνουμε
  • σκαρφαλώνετε
  • σκαρφαλώνουν

Υποτακτική

  • νά σκαρφαλώνω
  • νά σκαρφαλώνεις
  • νά σκαρφαλώνει
  • νά σκαρφαλώνουμε
  • νά σκαρφαλώνετε
  • νά σκαρφαλώνουν
 

Προστακτική

  • σκαρφάλωνε
  • σκαρφαλώνετε

Μετοχή

  • σκαρφαλώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σκαρφάλωνα
  • σκαρφάλωνες
  • σκαρφάλωνε
  • σκαρφαλώναμε
  • σκαρφαλώνατε
  • σκαρφάλωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σκαρφαλώνω
  • θά σκαρφαλώνεις
  • θά σκαρφαλώνει
  • θά σκαρφαλώνουμε
  • θά σκαρφαλώνετε
  • θά σκαρφαλώνουν

Στιγμιαίος

  • θά σκαρφαλώσω
  • θά σκαρφαλώσεις
  • θά σκαρφαλώσει
  • θά σκαρφαλώσουμε
  • θά σκαρφαλώσετε
  • θά σκαρφαλώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • σκαρφάλωσα
  • σκαρφάλωσες
  • σκαρφάλωσε
  • σκαρφαλώσαμε
  • σκαρφαλώσατε
  • σκαρφάλωσαν

Υποτακτική

  • νά σκαρφαλώσω
  • νά σκαρφαλώσεις
  • νά σκαρφαλώσει
  • νά σκαρφαλώσουμε
  • νά σκαρφαλώσετε
  • νά σκαρφαλώσουν
 

Προστακτική

  • σκαρφάλωσε
  • σκαρφαλώστε

Απαρέμφατο

  • σκαρφαλώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σκαρφαλώσει
  • έχεις σκαρφαλώσει
  • έχει σκαρφαλώσει
  • έχουμε σκαρφαλώσει
  • έχετε σκαρφαλώσει
  • έχουν σκαρφαλώσει

Υποτακτική

  • νά έχω σκαρφαλώσει
  • νά έχεις σκαρφαλώσει
  • νά έχει σκαρφαλώσει
  • νά έχουμε σκαρφαλώσει
  • νά έχετε σκαρφαλώσει
  • νά έχουν σκαρφαλώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σκαρφαλώσει
  • είχες σκαρφαλώσει
  • είχε σκαρφαλώσει
  • είχαμε σκαρφαλώσει
  • είχατε σκαρφαλώσει
  • είχαν σκαρφαλώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω σκαρφαλώσει
  • θά έχεις σκαρφαλώσει
  • θά έχει σκαρφαλώσει
  • θά έχουμε σκαρφαλώσει
  • θά έχετε σκαρφαλώσει
  • θά έχουν σκαρφαλώσει