ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σκαρφαλώνω
- σκαρφαλώνεις
- σκαρφαλώνει
- σκαρφαλώνουμε
- σκαρφαλώνετε
- σκαρφαλώνουν
Υποτακτική
- νά σκαρφαλώνω
- νά σκαρφαλώνεις
- νά σκαρφαλώνει
- νά σκαρφαλώνουμε
- νά σκαρφαλώνετε
- νά σκαρφαλώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- σκαρφάλωνα
- σκαρφάλωνες
- σκαρφάλωνε
- σκαρφαλώναμε
- σκαρφαλώνατε
- σκαρφάλωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά σκαρφαλώνω
- θά σκαρφαλώνεις
- θά σκαρφαλώνει
- θά σκαρφαλώνουμε
- θά σκαρφαλώνετε
- θά σκαρφαλώνουν
Στιγμιαίος
- θά σκαρφαλώσω
- θά σκαρφαλώσεις
- θά σκαρφαλώσει
- θά σκαρφαλώσουμε
- θά σκαρφαλώσετε
- θά σκαρφαλώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- σκαρφάλωσα
- σκαρφάλωσες
- σκαρφάλωσε
- σκαρφαλώσαμε
- σκαρφαλώσατε
- σκαρφάλωσαν
Υποτακτική
- νά σκαρφαλώσω
- νά σκαρφαλώσεις
- νά σκαρφαλώσει
- νά σκαρφαλώσουμε
- νά σκαρφαλώσετε
- νά σκαρφαλώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω σκαρφαλώσει
- έχεις σκαρφαλώσει
- έχει σκαρφαλώσει
- έχουμε σκαρφαλώσει
- έχετε σκαρφαλώσει
- έχουν σκαρφαλώσει
Υποτακτική
- νά έχω σκαρφαλώσει
- νά έχεις σκαρφαλώσει
- νά έχει σκαρφαλώσει
- νά έχουμε σκαρφαλώσει
- νά έχετε σκαρφαλώσει
- νά έχουν σκαρφαλώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα σκαρφαλώσει
- είχες σκαρφαλώσει
- είχε σκαρφαλώσει
- είχαμε σκαρφαλώσει
- είχατε σκαρφαλώσει
- είχαν σκαρφαλώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω σκαρφαλώσει
- θά έχεις σκαρφαλώσει
- θά έχει σκαρφαλώσει
- θά έχουμε σκαρφαλώσει
- θά έχετε σκαρφαλώσει
- θά έχουν σκαρφαλώσει