ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κλαδεύω
- κλαδεύεις
- κλαδεύει
- κλαδεύουμε
- κλαδεύετε
- κλαδεύουν
Υποτακτική
- νά κλαδεύω
- νά κλαδεύεις
- νά κλαδεύει
- νά κλαδεύουμε
- νά κλαδεύετε
- νά κλαδεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κλάδευα
- κλάδευες
- κλάδευε
- κλαδεύαμε
- κλαδεύατε
- κλάδευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κλαδεύω
- θά κλαδεύεις
- θά κλαδεύει
- θά κλαδεύουμε
- θά κλαδεύετε
- θά κλαδεύουν
Στιγμιαίος
- θά κλαδεύσω
- θά κλαδεύσεις
- θά κλαδεύσει
- θά κλαδεύσουμε
- θά κλαδεύσετε
- θά κλαδεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κλάδευσα
- κλάδευσες
- κλάδευσε
- κλαδεύσαμε
- κλαδεύσατε
- κλάδευσαν
Υποτακτική
- νά κλαδεύσω
- νά κλαδεύσεις
- νά κλαδεύσει
- νά κλαδεύσουμε
- νά κλαδεύσετε
- νά κλαδεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κλαδεύσει
- έχεις κλαδεύσει
- έχει κλαδεύσει
- έχουμε κλαδεύσει
- έχετε κλαδεύσει
- έχουν κλαδεύσει
Υποτακτική
- νά έχω κλαδεύσει
- νά έχεις κλαδεύσει
- νά έχει κλαδεύσει
- νά έχουμε κλαδεύσει
- νά έχετε κλαδεύσει
- νά έχουν κλαδεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κλαδεύσει
- είχες κλαδεύσει
- είχε κλαδεύσει
- είχαμε κλαδεύσει
- είχατε κλαδεύσει
- είχαν κλαδεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κλαδεύσει
- θά έχεις κλαδεύσει
- θά έχει κλαδεύσει
- θά έχουμε κλαδεύσει
- θά έχετε κλαδεύσει
- θά έχουν κλαδεύσει