EL.png οργώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οργώνω
  • οργώνεις
  • οργώνει
  • οργώνουμε
  • οργώνετε
  • οργώνουν

Υποτακτική

  • νά οργώνω
  • νά οργώνεις
  • νά οργώνει
  • νά οργώνουμε
  • νά οργώνετε
  • νά οργώνουν
 

Προστακτική

  • όργωνε
  • οργώνετε

Μετοχή

  • οργώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • όργωνα
  • όργωνες
  • όργωνε
  • οργώναμε
  • οργώνατε
  • όργωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά οργώνω
  • θά οργώνεις
  • θά οργώνει
  • θά οργώνουμε
  • θά οργώνετε
  • θά οργώνουν

Στιγμιαίος

  • θά οργώσω
  • θά οργώσεις
  • θά οργώσει
  • θά οργώσουμε
  • θά οργώσετε
  • θά οργώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • όργωσα
  • όργωσες
  • όργωσε
  • οργώσαμε
  • οργώσατε
  • όργωσαν

Υποτακτική

  • νά οργώσω
  • νά οργώσεις
  • νά οργώσει
  • νά οργώσουμε
  • νά οργώσετε
  • νά οργώσουν
 

Προστακτική

  • όργωσε
  • οργώστε

Απαρέμφατο

  • οργώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω οργώσει
  • έχεις οργώσει
  • έχει οργώσει
  • έχουμε οργώσει
  • έχετε οργώσει
  • έχουν οργώσει

Υποτακτική

  • νά έχω οργώσει
  • νά έχεις οργώσει
  • νά έχει οργώσει
  • νά έχουμε οργώσει
  • νά έχετε οργώσει
  • νά έχουν οργώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα οργώσει
  • είχες οργώσει
  • είχε οργώσει
  • είχαμε οργώσει
  • είχατε οργώσει
  • είχαν οργώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω οργώσει
  • θά έχεις οργώσει
  • θά έχει οργώσει
  • θά έχουμε οργώσει
  • θά έχετε οργώσει
  • θά έχουν οργώσει