EL.png ξελογιάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξελογιάζω
  • ξελογιάζεις
  • ξελογιάζει
  • ξελογιάζουμε
  • ξελογιάζετε
  • ξελογιάζουν

Υποτακτική

  • νά ξελογιάζω
  • νά ξελογιάζεις
  • νά ξελογιάζει
  • νά ξελογιάζουμε
  • νά ξελογιάζετε
  • νά ξελογιάζουν
 

Προστακτική

  • ξελόγιαζε
  • ξελογιάζετε

Μετοχή

  • ξελογιάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξελόγιαζα
  • ξελόγιαζες
  • ξελόγιαζε
  • ξελογιάζαμε
  • ξελογιάζατε
  • ξελόγιαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξελογιάζω
  • θά ξελογιάζεις
  • θά ξελογιάζει
  • θά ξελογιάζουμε
  • θά ξελογιάζετε
  • θά ξελογιάζουν

Στιγμιαίος

  • θά ξελογιάσω
  • θά ξελογιάσεις
  • θά ξελογιάσει
  • θά ξελογιάσουμε
  • θά ξελογιάσετε
  • θά ξελογιάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξελόγιασα
  • ξελόγιασες
  • ξελόγιασε
  • ξελογιάσαμε
  • ξελογιάσατε
  • ξελόγιασαν

Υποτακτική

  • νά ξελογιάσω
  • νά ξελογιάσεις
  • νά ξελογιάσει
  • νά ξελογιάσουμε
  • νά ξελογιάσετε
  • νά ξελογιάσουν
 

Προστακτική

  • ξελόγιασε
  • ξελογιάστε

Απαρέμφατο

  • ξελογιάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξελογιάσει
  • έχεις ξελογιάσει
  • έχει ξελογιάσει
  • έχουμε ξελογιάσει
  • έχετε ξελογιάσει
  • έχουν ξελογιάσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξελογιάσει
  • νά έχεις ξελογιάσει
  • νά έχει ξελογιάζσει
  • νά έχουμε ξελογιάσει
  • νά έχετε ξελογιάσει
  • νά έχουν ξελογιάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξελογιάσει
  • είχες ξελογιάσει
  • είχε ξελογιάσει
  • είχαμε ξελογιάσει
  • είχατε ξελογιάσει
  • είχαν ξελογιάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξελογιάσει
  • θά έχεις ξελογιάσει
  • θά έχει ξελογιάσει
  • θά έχουμε ξελογιάσει
  • θά έχετε ξελογιάσει
  • θά έχουν ξελογιάσει