ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξελογιάζω
- ξελογιάζεις
- ξελογιάζει
- ξελογιάζουμε
- ξελογιάζετε
- ξελογιάζουν
Υποτακτική
- νά ξελογιάζω
- νά ξελογιάζεις
- νά ξελογιάζει
- νά ξελογιάζουμε
- νά ξελογιάζετε
- νά ξελογιάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξελόγιαζα
- ξελόγιαζες
- ξελόγιαζε
- ξελογιάζαμε
- ξελογιάζατε
- ξελόγιαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξελογιάζω
- θά ξελογιάζεις
- θά ξελογιάζει
- θά ξελογιάζουμε
- θά ξελογιάζετε
- θά ξελογιάζουν
Στιγμιαίος
- θά ξελογιάσω
- θά ξελογιάσεις
- θά ξελογιάσει
- θά ξελογιάσουμε
- θά ξελογιάσετε
- θά ξελογιάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξελόγιασα
- ξελόγιασες
- ξελόγιασε
- ξελογιάσαμε
- ξελογιάσατε
- ξελόγιασαν
Υποτακτική
- νά ξελογιάσω
- νά ξελογιάσεις
- νά ξελογιάσει
- νά ξελογιάσουμε
- νά ξελογιάσετε
- νά ξελογιάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξελογιάσει
- έχεις ξελογιάσει
- έχει ξελογιάσει
- έχουμε ξελογιάσει
- έχετε ξελογιάσει
- έχουν ξελογιάσει
Υποτακτική
- νά έχω ξελογιάσει
- νά έχεις ξελογιάσει
- νά έχει ξελογιάζσει
- νά έχουμε ξελογιάσει
- νά έχετε ξελογιάσει
- νά έχουν ξελογιάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξελογιάσει
- είχες ξελογιάσει
- είχε ξελογιάσει
- είχαμε ξελογιάσει
- είχατε ξελογιάσει
- είχαν ξελογιάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξελογιάσει
- θά έχεις ξελογιάσει
- θά έχει ξελογιάσει
- θά έχουμε ξελογιάσει
- θά έχετε ξελογιάσει
- θά έχουν ξελογιάσει