EL.png παντρεύομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παντρεύομαι
  • παντρεύεσαι
  • παντρεύεται
  • παντρευόμαστε
  • παντρεύεστε
  • παντρεύονται

Υποτακτική

  • νά παντρεύομαι
  • νά παντρεύεσαι
  • νά παντρεύεται
  • νά παντρευόμαστε
  • νά παντρεύεστε
  • νά παντρεύονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παντρευόμουν
  • παντρευόσουν
  • παντρευόταν
  • παντρευόμαστε
  • παντρευόσαστε
  • παντρεύονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παντρεύομαι
  • θά παντρεύεσαι
  • θά παντρεύεται
  • θά παντρευόμαστε
  • θά παντρεύεστε
  • θά παντρεύονται

Στιγμιαίος

  • θά παντρευθ(τ)ώ
  • θά παντρευθ(τ)είς
  • θά παντρευθ(τ)εί
  • θά παντρευθ(τ)ούμε
  • θά παντρευθ(τ)είτε
  • θά παντρευθ(τ)ούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παντρεύθ(τ)ηκα
  • παντρεύθ(τ)ηκες
  • παντρεύθ(τ)ηκε
  • παντρευθ(τ)ήκαμε
  • παντρευθ(τ)ήκατε
  • παντρεύθ(τ)ηκαν

Υποτακτική

  • νά παντρευθ(τ)ώ
  • νά παντρευθ(τ)είς
  • νά παντρευθ(τ)εί
  • νά παντρευθ(τ)ούμε
  • νά παντρευθ(τ)είτε
  • νά παντρευθ(τ)ούν
 

Προστακτική

  • παντρέψου
  • παντρευθ(τ)είτε

Απαρέμφατο

  • παντρευθ(τ)εί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παντρευθ(τ)εί
  • έχεις παντρευθ(τ)εί
  • έχει παντρευθ(τ)εί
  • έχουμε παντρευθ(τ)εί
  • έχετε παντρευθ(τ)εί
  • έχουν παντρευθ(τ)εί

Υποτακτική

  • νά έχω παντρευθ(τ)εί
  • νά έχεις παντρευθ(τ)εί
  • νά έχει παντρευθ(τ)εί
  • νά έχουμε παντρευθ(τ)εί
  • νά έχετε παντρευθ(τ)εί
  • νά έχουν παντρευθ(τ)εί
 

Μετοχή

  • παντρεμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παντρευθ(τ)εί
  • είχες παντρευθ(τ)εί
  • είχε παντρευθ(τ)εί
  • είχαμε παντρευθ(τ)εί
  • είχατε παντρευθ(τ)εί
  • είχαν παντρευθ(τ)εί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παντρευθ(τ)εί
  • θά έχεις παντρευθ(τ)εί
  • θά έχει παντρευθ(τ)εί
  • θά έχουμε παντρευθ(τ)εί
  • θά έχετε παντρευθ(τ)εί
  • θά έχουν παντρευθ(τ)εί