ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- στεφανώνομαι
- στεφανώνεσαι
- στεφανώνεται
- στεφανωνόμαστε
- στεφανώνεστε
- στεφανώνονται
Υποτακτική
- νά στεφανώνομαι
- νά στεφανώνεσαι
- νά στεφανώνεται
- νά στεφανωνόμαστε
- νά στεφανώνεστε
- νά στεφανώνονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- στεφανωνόμουν
- στεφανωνόσουν
- στεφανωνόταν
- στεφανωνόμαστε
- στεφανωνόσαστε
- στεφανώνονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά στεφανώνομαι
- θά στεφανώνεσαι
- θά στεφανώνεται
- θά στεφανωνόμαστε
- θά στεφανώνεστε
- θά στεφανώνονται
Στιγμιαίος
- θά στεφανωθώ
- θά στεφανωθείς
- θά στεφανωθεί
- θά στεφανωθούμε
- θά στεφανωθείτε
- θά στεφανωθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- στεφανώθηκα
- στεφανώθηκες
- στεφανώθηκε
- στεφανωθήκαμε
- στεφανωθήκατε
- στεφανώθηκαν
Υποτακτική
- νά στεφανωθώ
- νά στεφανωθείς
- νά στεφανωθεί
- νά στεφανωθούμε
- νά στεφανωθείτε
- νά στεφανωθούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω στεφανωθεί
- έχεις στεφανωθεί
- έχει στεφανωθεί
- έχουμε στεφανωθεί
- έχετε στεφανωθεί
- έχουν στεφανωθεί
Υποτακτική
- νά έχω στεφανωθεί
- νά έχεις στεφανωθεί
- νά έχει στεφανωθεί
- νά έχουμε στεφανωθεί
- νά έχετε στεφανωθεί
- νά έχουν στεφανωθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα στεφανωθεί
- είχες στεφανωθεί
- είχε στεφανωθεί
- είχαμε στεφανωθεί
- είχατε στεφανωθεί
- είχαν στεφανωθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω στεφανωθεί
- θά έχεις στεφανωθεί
- θά έχει στεφανωθεί
- θά έχουμε στεφανωθεί
- θά έχετε στεφανωθεί
- θά έχουν στεφανωθεί