EL.png κραυγάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κραυγάζω
  • κραυγάζεις
  • κραυγάζει
  • κραυγάζουμε
  • κραυγάζετε
  • κραυγάζουν

Υποτακτική

  • νά κραυγάζω
  • νά κραυγάζεις
  • νά κραυγάζει
  • νά κραυγάζουμε
  • νά κραυγάζετε
  • νά κραυγάζουν
 

Προστακτική

  • κραύγαζε
  • κραυγάζετε

Μετοχή

  • κραυγάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κραύγαζα
  • κραύγαζες
  • κραύγαζε
  • κραυγάζαμε
  • κραυγάζατε
  • κραύγαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κραυγάζω
  • θά κραυγάζεις
  • θά κραυγάζει
  • θά κραυγάζουμε
  • θά κραυγάζετε
  • θά κραυγάζουν

Στιγμιαίος

  • θά κραυγάσω
  • θά κραυγάσεις
  • θά κραυγάσει
  • θά κραυγάσουμε
  • θά κραυγάσετε
  • θά κραυγάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κραύγασα
  • κραύγασες
  • κραύγασε
  • κραυγάσαμε
  • κραυγάσατε
  • κραύγασαν

Υποτακτική

  • νά κραυγάσω
  • νά κραυγάσεις
  • νά κραυγάσει
  • νά κραυγάσουμε
  • νά κραυγάσετε
  • νά κραυγάσουν
 

Προστακτική

  • κραύγασε
  • κραυγάστε

Απαρέμφατο

  • κραυγάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κραυγάσει
  • έχεις κραυγάσει
  • έχει κραυγάσει
  • έχουμε κραυγάσει
  • έχετε κραυγάσει
  • έχουν κραυγάσει

Υποτακτική

  • νά έχω κραυγάσει
  • νά έχεις κραυγάσει
  • νά έχει κραυγάσει
  • νά έχουμε κραυγάσει
  • νά έχετε κραυγάσει
  • νά έχουν κραυγάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κραυγάσει
  • είχες κραυγάσει
  • είχε κραυγάσει
  • είχαμε κραυγάσει
  • είχατε κραυγάσει
  • είχαν κραυγάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κραυγάσει
  • θά έχεις κραυγάσει
  • θά έχει κραυγάσει
  • θά έχουμε κραυγάσει
  • θά έχετε κραυγάσει
  • θά έχουν κραυγάσει