EL.png βουτώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βουτώ
  • βουτάς
  • βουτά
  • βουτάμε
  • βουτάτε
  • βουτούν

Υποτακτική

  • νά βουτώ
  • νά βουτάς
  • νά βουτά
  • νά βουτάμε
  • νά βουτάτε
  • νά βουτούν
 

Προστακτική

  • βούτα
  • βουτάτε

Μετοχή

  • βουτώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βουτούσα
  • βουτούσες
  • βουτούσε
  • βουτούσαμε
  • βουτούσατε
  • βουτούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βουτώ
  • θά βουτάς
  • θά βουτά
  • θά βουτάμε
  • θά βουτάτε
  • θά βουτούν

Στιγμιαίος

  • θά βουτήσω
  • θά βουτήσεις
  • θά βουτήσει
  • θά βουτήσουμε
  • θά βουτήσετε
  • θά βουτήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βούτησα
  • βούτησες
  • βούτησε
  • βουτήσαμε
  • βουτήσατε
  • βούτησαν

Υποτακτική

  • νά βουτήσω
  • νά βουτήσεις
  • νά βουτήσει
  • νά βουτήσουμε
  • νά βουτήσετε
  • νά βουτήσουν
 

Προστακτική

  • βούτησε
  • βουτήστε

Απαρέμφατο

  • βουτήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βουτήσει
  • έχεις βουτήσει
  • έχει βουτήσει
  • έχουμε βουτήσει
  • έχετε βουτήσει
  • έχουν βουτήσει

Υποτακτική

  • νά έχω βουτήσει
  • νά έχεις βουτήσει
  • νά έχει βουτήσει
  • νά έχουμε βουτήσει
  • νά έχετε βουτήσει
  • νά έχουν βουτήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βουτήσει
  • είχες βουτήσει
  • είχε βουτήσει
  • είχαμε βουτήσει
  • είχατε βουτήσει
  • είχαν βουτήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω βουτήσει
  • νά έχεις βουτήσει
  • νά έχει βουτήσει
  • νά έχουμε βουτήσει
  • νά έχετε βουτήσει
  • νά έχουν βουτήσει